Χθες ο κ. Μητσοτάκης αρνήθηκε κατηγορηματικά τη φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών.
Σήμερα το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε τροπολογία, με την οποία προτείνει την οριζόντια φορολόγηση των κερδών των τραπεζών με 5% για κέρδη άνω των 400 εκατομμυρίων. Με αυτή την πρόταση τα έσοδα για το Δημόσιο θα είναι περίπου 150-200 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή εντελώς δυσανάλογα με τα 4,5 δισ. κερδών που αναμένουν οι τράπεζες το 2024 και τα 7,5 δισ. κέρδη που αποκόμισαν το 2022 – 2023.
Επίσης, το αφορολόγητο σε κέρδη έως 400 εκατομμύρια ευνοεί συγκεκριμένες τράπεζες, χωρίς να αιτιολογείται ο λόγος.
Για τα έτη 2023 και 2024 με τα κέρδη των τραπεζών να ανέρχονται σε 3,812 δισ. και 4,5 δισ. αντίστοιχα, το ΚΙΝΗΜΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ προτείνει την αναλογική επιβάρυνση των τραπεζών σε σχέση με τη συνεισφορά τους στη χρηματοδότηση της οικονομίας και ταυτόχρονα την μεγαλύτερη απόδοση ποσών στην κοινωνία από τα υπερέσοδα των τόκων και προμηθειών, βάσει του υποδείγματος της Ισπανίας.
Συγκεκριμένα, προτείνουμε την επιβολή τέλους για τα επόμενα τρία χρόνια, με συντελεστές από 1% έως 7% ως εξής:
Ετήσιο τέλος 1% στα καθαρά έσοδα από τόκους και προμήθειες των τραπεζών (NII & NFI), στην περίπτωση που η πιστωτική τους επέκταση (δηλαδή η «καθαρή» χορήγηση νέων δανείων) έχει διπλάσιο ρυθμό αύξησης σε σχέση με την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, συγκρινόμενη με τη μέση συνολική πιστωτική επέκταση της προηγούμενης τριετίας.
Ετήσιο τέλος 4% στα καθαρά έσοδα από τόκους και προμήθειες των τραπεζών, στην περίπτωση που η πιστωτική τους επέκταση είναι ίση με την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, συγκρινόμενη με τη μέση συνολική πιστωτική επέκταση της προηγούμενης τριετίας.
Ετήσιο τέλος 7% στα καθαρά έσοδα από τόκους και προμήθειες των τραπεζών, στην περίπτωση που έχουν αρνητική πιστωτική επέκταση, συγκρινόμενη με τη μέση συνολική πιστωτική επέκταση της προηγούμενης τριετίας.
Με τη δική μας πρόταση, τα ετήσια έσοδα του Δημοσίου από την επιβολή τέλους στις τράπεζες θα ανέλθουν μέχρι το ποσό των 700 εκατ. ευρώ, ενώ θα επιβαρυνθούν περισσότερο εκείνες οι τράπεζες που δεν δανείζουν και χρεώνουν με υπερβολικούς τόκους τους δανειολήπτες και υπέρογκες προμήθειες τους συναλλασσόμενους. Αντιθέτως, σε περίπτωση συμμόρφωσης των τραπεζών στις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας (νοικοκυριά, ελεύθεροι επαγγελματίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις), η φορολογική τους επιβάρυνση θα είναι πολύ μικρότερη.