Το δικαστήριο αποφάνθηκε : Η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση και πλέον το ενδιαφέρον εστιάζει στις ποινές που θα κληθούν να εκτίσουν οι καταδικασθέντες και κυρίως η ηγετική ομάδα του φασιστικού μορφώματος.
Σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα, ο Νίκος Μιχαλολιάκος και οι άλλοι έξι πρώην βουλευτές του νεοναζιστικού μορφώματος που κρίθηκαν ένοχοι για διεύθυνση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση αντιμετωπίζουν ποινές από πέντε έως δεκαπέντε χρόνια. Αν αναγνωριστούν ελαφρυντικά, τότε το πλαίσιο ποινής αρχίζει από τα 2 έτη και φτάνει τα 8 έτη.
Αξιοσημείωτο είναι όμως ότι δεν στερούνται των πολιτικών τους δικαιωμάτων.
Ο νέος Ποινικός Κώδικας που ψηφίστηκε επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιούνιο του 2019, λίγες μέρες πριν τη διεξαγωγή των εθνικών εκλογών, προβλέπει ευνοϊκότερη ποινική και πολιτική μεταχείριση των καταδικασθέντων.
Οι αλλαγές που προώθησε η τότε κυβέρνηση προβλέπουν λιγότερα έτη κάθειρξης όπως επίσης και την διατήρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ακόμα και μετά την τελεσίδικη καταδίκη.
Κι αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά και τα στελέχη της Χρυσής Αυγής που κρίθηκαν ένοχα.
Θα μπορούν οι καταδικασμένοι χρυσαυγίτες να είναι ξανά υποψήφιοι;
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν μπορούν οι καταδικασμένοι χρυσαυγίτες να είναι ξανά υποψήφιοι.
Υπό τα μέχρι τώρα δεδομένα οι Νίκος Μιχαλολιάκος, Ηλίας Κασιδιάρης και τα υπόλοιπα στελέχη που βαρύνονται πλέον με το αδίκημα της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης θα μπορούν να μετέχουν στις επόμενες εκλογές. Πιθανότατα θα διατηρούσαν την βουλευτική τους έδρα στην δυσάρεστη περίπτωση που η Χρυσή Αυγή παρέμενε έως σήμερα κοινοβουλευτικό κόμμα.
Σύμφωνα με τον ποινικολόγο Θεόδωρο Μαντά, υπάρχει η δυνατότητα υποβολής υποψηφιότητας σε βουλευτικές εκλογές μέσα από τη φυλακή με βάση τον καινούριο ποινικό κώδικα. Δυνητικά, δηλαδή, κάποιος μπορεί να το κάνει και να επιδιώξει την εκλογή του στο κοινοβούλιο.
Ωστόσο, το εκλογοδικείο είναι αυτό που θα κρίνει τη νομιμότητα και τις προϋποθέσεις της υποψηφιότητας και μπορεί να απορρίψει την αίτηση ή το σύνολο των αιτήσεων.
«Έχω την προσδοκία ότι παρότι η απόφαση δεν είναι αμετάκλητη, εντούτοις το σκεπτικό της απόφασης εμποδίζει την ανακήρυξή τους ως υποψηφίους», δήλωσε χαρακτηριστικά στο MEGA.
Οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα
Με τον προηγούμενο Ποινικό Κώδικα, το πλαίσιο ποινής για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης ήταν 10 εως 20 έτη ενώ η τελεσίδικη καταδίκη απέφερε 10ετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων που σημαίνει έκπτωση από το αξίωμα για βουλευτές, απαγόρευση συμμετοχής σε εκλογικές διαδικασίες κ.α.
Με τον νέο Ποινικό Κώδικα που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ το πλαίσιο ποινής περιορίστηκε σε 5 εως 15 έτη ενώ το επίμαχο αδίκημα εξαιρέθηκε από την λίστα των εγκλημάτων που αποφέρει στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων που σημαίνει ελεύθερη συμμετοχή σε εκλογές.
Αναφορικά με το αν οι υπαίτιοι μπορούν να διατηρούν το αξίωμά τους η κατάσταση χαρακτηρίζεται από νομική ασάφεια.
Το άρθρο 60 του νέου Ποινικού Κώδικα αναφέρει: «Αν ο υπαίτιος καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει αποστέρηση της δημόσιας θέσης ή του δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος που κατέχει εφόσον η πράξη του συνιστά βαριά παράβαση των καθηκόντων του».
Τι θα γίνει με τον Γιάννη Λαγό
Από το σύνολο των καταδικασθέντων στελεχών της εγκληματικής οργάνωσης, μόνο ο Γιάννης Λαγός διατηρεί αξίωμα, αυτό του ευρωβουλευτή.
Στην περίπτωση που δεν συνδεθούν οι εγκληματικές πράξεις με τα καθήκοντά του και δεν ενεργοποιηθεί το άρθρο 60 του Ποινικού Κώδικα περί έκπτωσης από το αξίωμα, και εφόσον διαταχθεί η σύλληψή του τότε θα πρέπει να αρθεί η ασυλία του συγκεκριμένου προσώπου.
Οπως αναφέρουν πηγές του ευρωκοινοβουλίου, οι αρμόδιες ελληνικές αρχές θα στείλουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αίτημα άρσης ασυλίας το οποίο άμεσα θα προωθηθεί στην αρμόδια επιτροπή για έγκριση. Μετά το «πράσινο φως» θα πραγματοποιηθεί και η σύλληψη.
Υπενθυμίζεται ότι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οι αποφάσεις για την άρση της ασυλίας λαµβάνονται πιο εύκολα, σε σχέση με τα εθνικά κοινοβούλια.
Χρειάζεται ένα αίτηµα από τις αρµόδιες Αρχές, π.χ. της Ελλάδας προς το προεδρείο του ΕΚ, ο πρόεδρος ανακοινώνει ότι έχει ληφθεί το αίτηµα και το παραπέµπει στη σχετική επιτροπή που εξετάζει τον φάκελο και εισηγείται την απόφασή της στην Ολοµέλεια. Η τελική απόφαση λαµβάνεται από το σύνολο των ευρωβουλευτών µε ανάταση του χεριού.