Άρθρο Γιάννη Χατζηκυριακίδη Πτυχιούχου Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σπουδών Μάστερ Στρατηγικές Διαχείρισης Περιβάλλοντος Καταστροφών και Κρίσεων
Εξαιτίας της διαρκής μείωσης του στρώματος των αρκτικών πάγων, προκύπτει το ενδεχόμενο σε μερικά χρόνια ο Αρκτικός να ενταχθεί πλήρως στο διεθνές σύστημα θαλάσσιων μεταφορών. Αυτό σημαίνει ότι οι εγγύς θάλασσες γύρω από την Ευρασία ενδέχεται να ενοποιηθούν σε μια αδιαίρετη ζώνη, διαμορφώνοντας ένα είδος «δακτυλίου ταχείας κυκλοφορίας» στην ευρασιατική περιφέρεια, περιορίζοντας τον ρόλο των ανοικτών ωκεάνιων θαλάσσιων διαδρομών, δηλαδή τον προνομιακό χώρο κυριαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Ταυτόχρονα, μια σειρά από νέες πολεμικές τεχνολογίες και μεθοδολογίες, οι οποίες αναπτύχθηκαν καταρχάς από την Κίνα και στη συνεχεία και από άλλα ευρασιατικά κράτη, αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία της αμερικανικής αεροναυτικής ισχύος ακριβώς σε αυτήν τη ζώνη των εγγύς υδάτων στην ευρασιατική περιφέρεια. Δημιουργείται, λοιπόν, μια ζώνη ασαφούς κυριαρχίας μεταξύ της ευρασιατικής χερσαίας μάζας, όπου κυριαρχούν οι μεγάλες ευρασιατικές Δυνάμεις, με προεξάρχουσες την Κίνα και τη Ρωσία, και των ανοιχτών ωκεάνιων εκτάσεων, που παραμένουν ο προνομιακός χώρος κυριαρχίας της μεγάλης Ναυτικής Δύναμης του πλανήτη, των Ηνωμένων Πολιτειών. Ταυτοχρόνως, η BRI (Belt and Road Initiative) της Κίνας, ο περιβόητος «Νέος Δρόμος του Μεταξιού», Πρωτοβουλία Ζώνη και Δρόμος (Belt and Road – BRI) όπου συνδυάζονται οικονομικές δραστηριότητες με διπλωματικές από το 2013 όπου ανακοινώθηκε αυτή η πρωτοβουλία .
Στις μέρες μας, φαίνεται πως προωθείται μια προέκταση της BRI προς τον απώτατο βορρά, που αναφέρεται ως Polar Silk Road ή Ice Silk Road. Δημιουργείται, λοιπόν, ένα καινοφανές ανθρωπογεωγραφικό μέγεθος, τόσο στην περιφέρεια αλλά και στο εσωτερικό της Ευρασίας, που ωθεί την Κίνα και τη Ρωσία αλλά και τις χώρες της Κεντρικής Ασίας, σε μια πορεία συσσωμάτωσής τους σε ένα ενιαίο γεωπολιτικό σχήμα, στο οποίο εισέρχονται σταδιακά και άλλες χώρες, με σημαντικότερη εξ αυτών το Ιράν. Προκύπτει, λοιπόν, μια πολυδιάστατη τάση γεωπολιτικής συσπείρωσης της Ευρασίας, που δημιουργεί το πρόπλασμα μιας πανευρασιατικής γεωπολιτικής οντότητας.
Εμφανίζεται έτσι το πρόπλασμα ενός νέου διπολικού διεθνούς συστήματος, όπου από τη μία θα υπάρχει ένα χαλαρό αλλά διακριτό πανευρασιατικό σχήμα και από την άλλη η μεγάλη Ναυτική Δύναμη του πλανήτη, οι Ηνωμένες Πολιτείες, με τα μεγάλα νησιωτικά συμπλέγματα στην περιφέρεια της Ευρασίας και το «προγεφύρωμα» της Δυτικής Ευρώπης στην ευρασιατική χερσαία μάζα. Και αυτά τα δύο εν δυνάμει υπερσυστήματα έρχονται σε επαφή σε ένα κρίσιμο, ασταθές και εξαιρετικά δυναμικό σημείο.
Την Ανατολική Μεσόγειο.
Με δύο λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ανατολική Μεσόγειος είναι ένας χώρος που μπορεί να διαχωρίσει το ευρασιατικό σύστημα σε δύο κομμάτια. Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης γεωπολιτικής ανάγνωσης, σε έναν πλανήτη όπου ο Αρκτικός θα έχει απαλλαγεί από τους πάγους και θα έχει τοποθετηθεί στο παγκόσμιο δίκτυο θαλάσσιων επικοινωνιών, δεν αυτονομείται μόνο η Ευρασία από τις ανοικτές ωκεάνιες εκτάσεις αλλά ολόκληρη η ««Παγκόσμια Νήσος», κατά την κλασική ορολογία του θεμελιωτή της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής σκέψης Sir Halford Mackinder, δηλαδή του συμπλέγματος Ευρασίας – Αφρικής. Και μια απλή ματιά σε έναν χάρτη αρκεί να μας δείξει ότι το σύμπλεγμα αυτό έχει ένα κεντρικό σημείο, την Ανατολική Μεσόγειο. Με άλλα λόγια, ενδέχεται στο μεταλλαγμένο διεθνές σύστημα του μέλλοντος η Ανατολική Μεσόγειος να αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα του. Κατά συνέπεια, μπορούμε να πούμε, παραφράζοντας τον Mackinder, ότι αυτός που θα κυριαρχεί στην Ανατολική Μεσόγειο θα έχει ρυθμιστικό ρόλο σε ολόκληρο το διεθνές σύστημα.
Η τήξη των αρκτικών πάγων έχει και μια σειρά από άμεσες και εν δυνάμει γεωοικονομικές συνέπειες, οι οποίες, αν και εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο των γεωπολιτικών ζυμώσεων που προκαλούνται από την εξέλιξη αυτή, εντούτοις θα μπορούσαν να εξεταστούν ξεχωριστά. Η πρώτη άμεση συνέπεια που αναμένεται να προκαλέσει η τήξη των αρκτικών πάγων είναι η δραστική ενίσχυση των δυνατοτήτων αξιοποίησης των φυσικών πόρων που υπάρχουν εκεί. Η πιο σημαντική κατηγορία εξ αυτών είναι τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων που πιθανολογείται ότι βρίσκονται στην περιοχή. Ωστόσο, σημαντικά ενδέχεται να αποδειχθούν και τα αλιευτικά αποθέματα.
Ο διαρκώς αυξανόμενος πληθυσμός του πλανήτη, σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη δραστική μείωση των αλιευμάτων στις υπόλοιπες θάλασσες του κόσμου, ενδέχεται να προσδώσουν στα αλιευτικά αποθέματα του Αρκτικού, τα οποία αναμένεται να καταστούν πιο προσβάσιμα μετά την τήξη των αρκτικών πάγων, ιδιαίτερα μεγάλη σημασία. Οι πιο σημαντικές, ωστόσο, αναμένεται να είναι οι έμμεσες συνέπειες. Μεταξύ των άλλων, οι φυσικοί πόροι του Αρκτικού αναμένεται να ενισχύσουν την αποφασιστικότητα της Ρωσίας να ασκήσει πλήρη και αποφασιστικό έλεγχο στον Αρκτικό Ωκεανό, κατά μήκος των βόρειων ακτών της, σε βάθος πολλών εκατοντάδων χλμ.
Ή, υπό μία άλλη ανάγνωση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι προσφέρουν στη Μόσχα μια εξαιρετική δικαιολογία ώστε να θέσει υπό την πλήρη της κυριαρχία τον Αρκτικό ωκεανό, κάτι που αποτελεί ευρύτερη στρατηγική αναγκαιότητα για αυτήν. Σε κάθε περίπτωση, η πολυτιμότητα των φυσικών πόρων του Αρκτικού Ωκεανού αναμένεται να συνδυαστεί με τη διαχρονική στρατηγική ανασφάλεια της Ρωσίας και τη συνακόλουθη ανάγκη της να καλύπτεται από τον βορρά και να ενισχύσει την τάση της για να επιτύχει πλήρη, απόλυτο και αναντίρρητο έλεγχο του Αρκτικού. Το γεγονός αυτό, με τη σειρά του, θα ενισχύσει τις προσπάθειες άλλων χωρών να ασκήσουν διευρυμένο έλεγχο στις θαλάσσιες εκτάσεις γύρω από αυτές, σε μεγάλες αποστάσεις από τις ακτές τους. Όπως, για παράδειγμα, είναι η σχετική προσπάθεια της Κίνας στη Νότιο Σινική Θάλασσα. Το γεγονός αυτό θα επιτρέψει στην Κίνα να αξιοποιήσει πιο απρόσκοπτα τα ενεργειακά κοιτάσματα της Νότιας Σινικής Θάλασσας, ιδιαίτερα αυτά του φυσικού αερίου, αν και ακόμη υπάρχει ασάφεια αναφορικά με τα μεγέθη τους. Με άλλα λόγια, δημιουργείται μια πολυεπίπεδη συνεργατική σχέση μεταξύ Ρωσίας και Κίνας που ενσωματώνει σε ένα ενιαίο πλαίσιο νομικά, ενεργειακά και ευρύτερα γεωστρατηγικά συμφέροντα. Όσον δε αφορά την ενεργειακή ταυτότητα του σινορωσικού συστήματος, η πρόσθεση στα υπάρχοντα κοιτάσματα αυτών του Αρκτικού και της Νοτίου Σινικής Θάλασσας θα ενισχύσει δραστικά την αυτονόμησή του από ενεργειακές πηγές από το εξωτερικό καθώς και από το θαλάσσιο δίκτυο μεταφορών, που μπορεί να ελεγχθεί από τη ναυτική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, δεδομένου του κρίσιμου ρόλου που παίζουν οι εξαγωγές ενέργειας στην ρωσική οικονομία και η ενεργειακή ασφάλεια στην κινεζική.
Ιδιαίτερα σημαντική αναμένεται να είναι η επίδραση των ενεργειακών κοιτασμάτων του Αρκτικού στη διαμόρφωση της μελλοντικής Γεωγραφίας της Ενέργειας. Πολλές φορές εκφράζεται η άποψη ότι δεδομένης της δυσκολίας εξαγωγής των υδρογονανθράκων του Αρκτικού και μεταφοράς τους στις αγορές, ακόμη και μετά τυχόν πλήρη τήξη των αρκτικών πάγων, πιθανώς η αξία τους να μην είναι ιδιαίτερα σημαντική. Ωστόσο, αυτή είναι μια υπερβολικά μονοδιάστατη αντίληψη. Μεταξύ των άλλων, τα ενεργειακά κοιτάσματα του Αρκτικού προσφέρουν στους υδρογονάνθρακες συνολικώς ένα ιδιαίτερα σημαντικό «στρατηγικό βάθος» όσον αφορά τις μελλοντικές τους διαθεσιμότητες, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνουν τις θεωρίες περί επερχόμενης εξάντλησης των αποθεμάτων τους και συνακόλουθης ενίσχυσης των τάσεων για υποκατάσταση του πετρελαίου ιδιαίτερα αλλά και του φυσικού αερίου από εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Με άλλα λόγια, τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων του Αρκτικού ενδέχεται να προσφέρουν την κρίσιμη μάζα που θα διαιωνίσει την κυριαρχία των υδρογονανθράκων κατά τις επόμενες δεκαετίες, ακόμη και αν δεν καταστούν ποτέ εκμεταλλεύσιμα από οικονομικής άποψης.
Όσον αφορά τον γεωπολιτικό χάρτη της Ευρασίας, η τοποθέτηση των κοιτασμάτων του Αρκτικού στο παγκόσμιο ενεργειακό παιχνίδι, αυξάνει δραστικά τον ρόλο και την ισχύ της Ρωσίας στο εσωτερικό των μεγάλων παραγωγών υδρογονανθράκων στην Ευρασία και την καθιστά εν δυνάμει ρυθμιστική δύναμη, περιορίζοντας τον ρόλο της Σαουδικής Αραβίας. Ο αυξημένος ρόλος της Ρωσίας στα διεθνή γεωπολιτικά δρώμενα ενισχύει, καταρχήν, τα συνεργατικά στοιχεία μεταξύ Τεχεράνης και Μόσχας, αφού η συνεργασία των δύο χωρών τούς προσφέρει τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε κυρίαρχο παράγοντα στην ευρασιατική αγορά ενέργειας. Ταυτοχρόνως, όμως, αναγκάζει και τη Σαουδική Αραβία και τις άλλες σουνιτικές πετρελαιοπαραγωγές μοναρχίες του Κόλπου να επιδιώξουν κάποιας μορφής προσέγγιση με τη Μόσχα έτσι ώστε να μην αφήσουν το Ιράν να αποκτήσει προνομιακή σχέση με τη Ρωσία, αλλά και για να επιτύχουν ένα modus vivendi μαζί της ώστε να μπορούν να ελέγχουν τη ροή πετρελαίου στις παγκόσμιες αγορές και κατά συνέπεια να αποφεύγουν ακραίες διακυμάνσεις στις τιμές. Με άλλα λόγια, η εν δυνάμει αναβαθμισμένη θέση της Ρωσίας στον ευρασιατικό ενεργειακό χάρτη, που προκύπτει από την τοποθέτηση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων του Αρκτικού στα υποψήφια προς μελλοντική εκμετάλλευση, μετά τη διαφαινόμενη τήξη των αρκτικών πάγων, ενισχύει τον ρόλο της Ρωσίας ως ρυθμιστικής δύναμης στην Ευρασία. Η εν δυνάμει ενίσχυση της επιρροής της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή, δεδομένης και της ενίσχυσης της συνεργατικής σχέσης Κίνας – Ρωσίας, έχει μεγάλη σημασία και για το Πεκίνο. Η Μέση Ανατολή αναμένεται να παραμείνει ο βασικός ενεργειακός τροφοδότης της Κίνας για τα επόμενα χρόνια και η εξασφάλιση μακρόπνοων και σταθερών σχέσεων με τα κράτη της περιοχής είναι σημαντική για την κινεζική στρατηγική.
Ωστόσο, η σημαντικότερη συνέπεια που μπορεί να υπάρξει από την είσοδο των ενεργειακών πηγών και των ευρύτερων φυσικών πόρων του Αρκτικού, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών αλιευμάτων, στην παγκόσμια οικονομία μετά τη μερική ή και ολική τήξη των πάγων στο μέλλον, είναι η δραστική ενίσχυση των δεσμών και των σχέσεων Ρωσίας και Κίνας.
Καταρχάς, η μετατροπή του Αρκτικού σε έναν θαλάσσιο δίαυλο θαλάσσιων συγκοινωνιών καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, συνδυάζεται αποφασιστικά με τη δημιουργία της BRI, ιδιαίτερα με το κομμάτι της Κεντρικής Ασίας. Το γεγονός της ύπαρξης σημαντικών ενεργειακών κοιτασμάτων, φυσικών πόρων και αλιευμάτων στον Αρκτικό, ενισχύει ακόμη περισσότερο αυτήν την δυναμική. Συγκεκριμένα, τείνει να «ρυμουλκήσει» το πλέγμα των υποδομών της BRI προς τον απώτατο βορρά, δημιουργώντας ένα ακόμη παρακλάδι της. Οι μακρόπνοες γεωπολιτικές συνέπειες της σύζευξης της BRI με έναν “post ice” Arctic μπορεί να είναι κοσμογονικές. Η αξία των κοιτασμάτων φυσικού αερίου του Αρκτικού για την Κίνα σε συνδυασμό με τις υποδομές της BRI, που θα το μεταφέρουν στο κινεζικό έδαφος χωρίς να χρειάζεται να διέλθουν θαλάσσιες διαδρομές, οι οποίες μπορούν να παρεμβληθούν από το Ναυτικό των ΗΠΑ, αυξάνει εξαιτίας της κινεζικής στοχοθέτησης να ενισχύσει τον ρόλο του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα που χρησιμοποιεί. Καταρχάς, η δημιουργία ενός παρακλαδιού της BRI στον απώτατο βορρά είναι μια στρατηγική επένδυση που έχει νόημα μόνο στο πλαίσιο μιας σταθεροποιημένης και μακρόπνοης συνεργατικής σχέσης Κίνας – Ρωσίας. Άρα, η δημιουργία της θα ενισχύσει έτι περαιτέρω τα συνεργατικά στοιχεία στη σχέση των δύο χωρών και θα απομακρύνει ακόμη περισσότερο τα ανταγωνιστικά. Μεταξύ των άλλων, είναι προς το συμφέρον της Κίνας να στηρίξει την προσπάθεια της Ρωσίας να ασκήσει πλήρη και αποφασιστικό έλεγχο του Αρκτικού σε μεγάλο βάθος από τις ρωσικές ακτές, ενώ και η Ρωσία θα έχει συμφέρον να ενισχύσει παρόμοιες προσπάθειες της Κίνας στις Σινικές Θάλασσες ώστε να δημιουργηθεί νομικό και πολιτικό προηγούμενο. Διαπιστώνουμε έτσι ότι η σημασία της Ρωσίας για την Κίνα αυξάνει σημαντικά αλλά το ίδιο αυξάνει και η σημασία της Κίνας για τη Ρωσία. Αν δούμε το σύστημα των δύο χωρών ως μια ξεχωριστή ενότητα μέσα στο διεθνές σύστημα, βλέπουμε ότι οι φυσικοί πόροι του Αρκτικού και οι υποδομές για τη μεταφορά τους από εκεί προς την Κίνα ενισχύουν τη συνοχή του συστήματος, και το σημαντικότερο είναι ότι το καθιστούν εν πολλοίς αυτονομημένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι, λοιπόν, θα πρέπει να εξετάσουμε το ενδεχόμενο δημιουργίας της πρώτης Hyper Power στην Ιστορία που μπορεί να προκύψει από τη δραστική ενίσχυση των σινορωσικών μακρόπνοων σχέσεων. Και η ενίσχυση αυτή εν πολλοίς οφείλεται στον νέο ρόλο ενός post ice Arctic. Σε αυτήν ενδέχεται να περιληφθούν και χώρες που μέχρι τώρα ήταν ξεκάθαρα προσδεδεμένες στην αμερικανική σφαίρα επιρροής, όπως είναι η Σαουδική Αραβία. Ακόμη και έναντι της Ινδίας, ο ενισχυμένος ρόλος της Ρωσίας στη διεθνή αγορά ενέργειας θα της επιτρέψει να της ασκεί μια πιο αποφασιστική επιρροή. Εν κατακλείδι, η τοποθέτηση των ενεργειακών κοιτασμάτων του Αρκτικού στα εν δυνάμει εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα του πλανήτη, ενδέχεται να μετατρέψει τη Ρωσία στην ρυθμιστική δύναμη στη γεωγραφία της ενέργειας στην Ευρασία.
Τελειώνοντας θα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι ευρασιατικές δυνάμεις για τους παραπάνω λόγους αναπτύσσουν πλέγματα αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2 / AD) και οι ΗΠΑ προσπαθούν να τα διασπάσουν. Τόσο οι ευρασιατικές δυνάμεις όσο και οι ΗΠΑ, προσπαθούν να επιτύχουν τους στόχους τους χρησιμοποιώντας νέα μοντέλα προβολής ισχύος τα οποία δίνουν έμφαση σε νέου τύπου όπλα και σε μοντέλα μάχης που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «βληματοκεντρικά» (projectile centric).