Ἐνθρονιστήριος Λόγος
τοῦ Μητροπολίτου Καστορίας Καλλινίκου
Ἱερός Μητροπολιτικός Ναός Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Καστορίας
13 Νοεμβρίου 2021
(δημοσιεύεται κατωτέρω πλήρης, χωρίς τίς περικοπές πού ἔγιναν γιά οἰκονομία χρόνου)
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ.κ. Ἱερόθεε, Ἐκπρόσωπε τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου Κυρίου Κ. Βαρθολομαίου,
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Γρεβενῶν κ. Δαβίδ, Τοποτηρητά τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καστορίας καί Ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερωνύμου
Ἀξιότιμη Ὑφυπουργέ Παιδείας καί Θρησκευμάτων καί Ἐκπρόσωπε τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως κ. Ζέττα Μακρῆ,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Τίμιον Πρεσβυτέριον, εὐλαβέστατοι Διάκονοι, Ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές
Ἀξιότιμοι κ. Βουλευτές
Ἀξιότιμε κ. Περιφερειάρχα
Ἀξιότιμη κ. Ἀντιπεριφερειάρχη
Ἀξιότιμε κ. Δήμαρχε Καστορίας
Ἀξιότιμοι κ.κ. Δήμαρχοι Ἄργους Ὀρεστικοῦ, Νεστορίου, Ναυπάκτου καί Θέρμου
Ἐντιμώτατοι ἐκπρόσωποι τῶν λοιπῶν Πολιτικῶν καί τῶν Δικαστικῶν Ἀρχῶν
Γενναιότατοι ἐκπρόσωποι τῶν Στρατιωτικῶν καί Ἀστυνομικῶν Ἀρχῶν καί τῶν λοιπῶν Σωμάτων Ἀσφαλείας
Ἀξιότιμη κ. Διευθύντρια τοῦ Γραφείου τοῦ Πρωθυπουργοῦ στήν Θεσσαλονίκη,
Ἐλλογιμώτατοι κ. Καθηγητές καί ἀγαπητοί συνάδελφοι Ἐκπαιδευτικοί
Ἀγαπητοί Μαθητές, νέοι, νέες καί παιδιά
Ἀγαπητοί Ναυπάκτιοι καί Ἐδεσσαῖοι
Λαέ τοῦ Θεοῦ ἠγαπημένε, τέκνα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καστορίας
Εὐχαριστῶ, κατ᾽ ἀρχάς ὅλους τούς ὁμιλητές γιά τά καλά καί εὐγενικά του λόγια καί τήν ἀγάπη τους, ὅπως καί ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς πού δέν μπόρεσαν νά παρευρεθοῦν λόγῳ τῶν εἰδικῶν περιστάσεων.
Τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου παραφράζοντας ἀπευθύνομαι κατά τήν εὔσημον ταύτην ἡμέρα καί εὐλογημένη ὥρα πρός ἐσᾶς:
Καλλίνικος, δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ, πᾶσι τοῖς ἁγίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τοῖς οὖσιν ἐν Καστορίᾳ χάρις ὑμῖν καί εἰρήνη ἀπό Θεοῦ πατρός ἡμῶν καί Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ (πρβλ. Φιλ. α΄, 1-2).
Ἔρχομαι σήμερα στήν ἐρατεινή καί ἀρχόντισσα Καστοριά ὡς ἀπεσταλμένος τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν λόγο τοῦ κεκοσμημένου μέ τίς φωτεινές οὐλές τῶν ἥλων τοῦ Σταυροῦ ἀλλά καί Ἀναστημένου Κυρίου μας: «εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς» (Ἰω. κ΄).
Ὁ Πατήρ ἀπέστειλε τόν Υἱό στόν κόσμο καί ὁ Υἱός ἀπέστειλε τούς μαθητές Του καί ἀποστόλους στόν κόσμο καί αὐτοί μέ τήν σειρά τους τούς Ἐπισκόπους μέχρι τίς ἡμέρες μας. Μιά ἁγία ἁλυσίδα πέμψης, ὑπακοῆς, παράδοσης, παραλαβῆς καί ζωντανῆς παρακαταθήκης, στήν ὁποία δέν χωρεῖ οὐδεμία αὐτονόμηση, διότι ἡ αὐτονόμηση σημαίνει αὐτομάτως θραύση τοῦ κρίκου ἐκείνου καί ἀπώλειά του.
Ἡ Μητέρα Ἐκκλησία μέ ἀποστέλλει στήν Ἱερά Μητρόπολη Καστορίας. Σέ μιά Ἐπαρχία ἁγιοσκέπαστη, μυρωμένη, ἱστορική καί ποτισμένη μέ ἱδρῶτες καί αἵματα ἁγίων, ὁσίων, μαρτύρων, εὐεργετῶν, διδασκάλων, ἡρώων.
Σέ μιά Ἐπαρχία τήν ὁποία προστατεύουν ὁ ἅγιος Μηνᾶς ὁ ἐλευθερωτής της, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης καί ὁ ἅγιος Νικάνωρ καί τήν εὐλόγησαν μέ τήν φυσική τους παρουσία οἱ Ἅγιοι Ἰάκωβος ὁ Νεομάρτυς ὁ ἐκ Καστορίας, Διονύσιος ὁ ἐκ Κορησοῦ κτίτωρ τῆς Ἱ. Μονῆς ἁγίου Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, Θεοδόσιος ἐκ Κορησοῦ Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος, Σοφία ἡ ἐν Κλεισούρᾳ, οἱ Καστοριανοί Νεομάρτυρες, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἀλλά καί ὁ νεοφανής ἅγιος Καλλίνικος Ἐδέσσης, ὁ ὁποῖος ὅταν ἦταν στρατιώτης στόν Γράμμο ἐρχόταν στήν Καστοριά μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του καί κήρυσσε στούς Ἱερούς Ναούς τῆς πόλεως.
Καί τήν ὁποία Ἱερά Μητρόπολη ἐποίμαναν Μητροπολίτες ὅπως ὁ ἅγιος Γεράσιμος ὁ Παλλαδᾶς, ὁ ἥρωας Γερμανός Καραβαγγέλης, οἱ δύο Γρηγόριοι, Μαΐστρος καί Παπουτσόπουλος, καί ὁ ἄμεσος προκάτοχός μου μακαριστός Σεραφείμ, ὁ φιλακόλουθος καί φιλάγιος.
Σέ μιά Ἐπαρχία πού ποτίσθηκε μέ τό αἷμα τῆς σεμνοτάτης ἡρωϊκῆς μορφῆς τοῦ μεγάλου Παύλου Μελᾶ καί τόν ἡρωϊκό ἱδρώτα τοῦ θρυλικοῦ Μητροπολίτου Γερμανοῦ Καραβαγγέλη, οἱ ὁποῖοι μαζί μέ τούς ἄλλους ἡρωϊκούς Μακεδονομάχους ἀγωνίστηκαν γιά τήν ἐλευθερία τῆς Πατρίδος μετά ἀπό σκλαβιά πεντακοσίων καί πλέον ἐτῶν.
Σέ μιά Ἐπαρχία πού εἶναι περίφημη γιά τό φυσικό της κάλλος, τό μυστηριῶδες τοπίο, γιά τήν βυζαντινή-ρωμέϊκη δόξα της, γιά τά Μοναστήρια της, γιά τά πολυάριθμα Ἐκκλησάκια της, τίς τέχνες της, τήν ἱστορία καί τόν ἡρωϊσμό της, γιά τόν κοινωνικό τρόπο τῆς διαχείρισης τοῦ πλούτου της καί γιά τήν εὐλάβεια τῶν κατοίκων της.
Ἡ Ἐκκλησία μέ ἀποστέλλει στήν Μακεδονία, τήν κιβωτό τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἀποστέλλει ἐμένα, πού εἶμαι γόνος τῆς Μακεδονικῆς γῆς, πνευματικό μπόλι τοῦ ἁγίου Καλλινίκου Ἐδέσσης τῆς Μακεδονίας, πνευματικό ἀνάστημα τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου πού ἐργάσθηκε ποιμαντικά στήν γῆ τῆς Μακεδονίας.
Μέ ἀποστέλλει ὡς Ἐπίσκοπο καί Μητροπολίτη.
Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι «μάρτυς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, διάδοχος τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, φορεύς τῆς μαρτυρικῆς Ἀρχιερωσύνης τοῦ Χριστοῦ…». Ὁ Ἐπίσκοπος «ἐκφράζει ὅλο τό ὕφος καί τό ἦθος τῆς σταυροαναστασίμου ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ… Ὁ Ἀρχιερεύς δέν ἐκφράζει ἄλλο ἦθος ἀπό τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας» (Ναυπάκτου Ἱερόθεος).
Ὡς Ἐπίσκοπος προτρέπομαι ὑπό τοῦ Ἀγαθοῦ καί Παρακλήτου Πνεύματος καί ἐγώ προτρέπω τούς ἀγαπητούς Ἱερεῖς καί συνεργάτες: «παρακαλεῖτε, παρακαλεῖτε τὸν λαόν μου, λέγει ὁ Θεός. ἱερεῖς, λαλήσατε εἰς τὴν καρδίαν Ἱερουσαλήμ, παρακαλέσατε αὐτήν» (Ἡσ. μ΄), καί παρακινοῦμαι ὑπό τοῦ Ἀγαθοῦ Πατέρα νά παρακαλῶ καθημερινῶς τόν λαό μέ τόν λόγο τοῦ Ἐνσαρκωμένου Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινός τῇ καρδίᾳ καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστός καὶ τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. ια΄).
Αὐτοί οἱ λόγοι εἶναι ἀρκετοί καί ἱκανοί γιά τήν λαμπρά αὐτή περίσταση, ὅτι δηλαδή ἡ Ἐκκλησία μέ ἀποστέλλει γιά νά ποιμάνω τόν λαό τῆς Καστοριᾶς μέ τήν ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι μέ προσωπικούς στοχασμούς καί αὐτόνομες ἐνέργειες.
Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ, τήν σημαντική, ὅμως, αὐτή στιγμή τῆς πρώτης συνάντησής μας, νά ἐξειδικεύσω ἐνδεικτικῶς σέ δέκα σημεῖα τί σημαίνει αὐτή ἡ ἀποστολή καί ἡ πέμψη ἐμοῦ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας καί τί παράκληση τοῦ λαοῦ, ὥστε νά γνωρίσετε τήν σκέψη μου.
Πρῶτον. Ἀποστέλλομαι στήν Καστοριά ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού ἔχει Πρόεδρο τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμο καί τίμια μέλη τούς συγκεκριμένους Σεβασμιωτάτους Ἀρχιερεῖς πού τήν συγκροτοῦν. Δέν πρόκειται γιά μιά ἀφηρημένη ἀποστολή ἀπό ἕνα ἀφηρημένο σύστημα ἤ ὀργανισμό, ἀλλά ἀπό τήν συγκεκριμένη Ἱεραρχία μέ τόν συγκεκριμένο Πρόεδρό της, στούς ὁποίους ὀφείλω τήν ἀναφορά μου καί τήν ὑπακοή μου, ὥστε καί τόν λαό νά διαφυλάξω ἀπό τίς πλάνες, καί τόν ἑαυτό μου νά σώσω ἀπό τήν κατάρα τῆς αὐτονόμησης καί τήν εὔκλεια τῆς Ἐκκλησίας νά διατηρήσω ὅπως τήν παρέλαβα ἀπό τούς προγενεστέρους Ἱεράρχες.
Αὐτό σημαίνει Ἱεραρχικό καί Συνοδικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνήκω σέ Ἐκκλησία μέ Ἱεράρχηση καί Συνοδικότητα, τά ὁποῖα σέβομαι καί θά σέβομαι ἀπόλυτα, γιά νά ἔχη τό ἔργο μου καρπούς.
Μέσα στό πλαίσιο αὐτό, ἔλαβα ὡς ἀπαραίτητο ἐφόδιο τίς εὐχές τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μας κ.κ. Βαρθολομαίου τοῦ Πρώτου τοῦ παγκοσμίου συστήματος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τοῦ ὁποίου τό τίμιο ὄνομα θά μνημονεύω σέ κάθε ἱερά Ἀκολουθία, καί ὁ ὁποῖος μέ τίμησε πρόσφατα μαζί μέ ἄλλους δυό νέους ἀδελφούς Μητροπολίτες κατά τήν λαμπρά ἐπέτειο τῆς τριακονταετηρίδος του στήν Πόλη τῶν Πόλεων, τήν Βασιλεύουσα.
Ἔλαβα τίς εὐχές τοῦ Παναγιωτάτου, ὁ ὁποῖος δέν ἀπουσιάζει σήμερα, ἀλλά εἶναι παρών στήν σύναξή μας αὐτή, στό πρόσωπο τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἐκπροσώπου του κ. Ἱεροθέου, καί τόν εὐγνωμονῶ.
Ἔλαβα ἐπίσης τίς εὐχές τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερωνύμου τοῦ Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μας, ὁ ὁποῖος μέ «γέννησε» ὡς Ἐπίσκοπο καί τοῦ ὁποίου οἱ πατρικές συμβουλές καί ὁδηγίες εἶναι ἀπαραίτητες γιά τό ἐκκλησιαστικό μου ἔργο.
Καί Σεῖς, Μακαριώτατε, δέν ἀπουσιάζετε σήμερα ἀπό τήν Καστοριά, ἀπό τήν τελετή αὐτή, ἀλλά εἶστε παρών διά τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἐκπροσώπου Σας κ. Δαβίδ. Εἶστε παρών, Μακαριώτατε, διότι σέ Σᾶς ὀφείλεται ἐν πολλοῖς ἡ εὐλογημένη αὐτή τελετή. Σεῖς εἶστε ὁ Ἄρχων καί ὁ Τελετάρχης μας. Καί σᾶς εὐγνωμονῶ.
Συνεπῶς, ἀδελφοί μου, δέν ἔρχομαι ὡς ἀδέσποτος δεσπότης, ὡς αὐθαίρετος αὐθέντης, ὡς «βασιλιάς χωρίς ροῦχα», ἀλλά ὡς ἀπεσταλμένος καί ὑπήκουος τῆς Ἐκκλησίας μας, στήν ὁποία ὀφείλω τήν ἀναφορά μου.
Δεύτερον. Ἐνθρονίζομαι, κατά ἄκρα τοῦ Θεοῦ συγκατάβαση, σήμερα, ἑορτή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ἑνός ἐκ τῶν Τριῶν Μεγίστων Ἱεραρχῶν, τοῦ παραδόσαντος στήν Ἐκκλησία τήν τάξιν τῆς θείας Λειτουργίας καί κληροδοτήσαντος σέ ἐμᾶς τούς φοβερούς λόγους του περί τῆς Ἱερωσύνης, ἡ ὁποία τελεῖ τήν θεία Λειτουργία καί τά Μυστήρια· καί σήμερα ἑσπέρας πρός Κυριακή 14 Νοεμβρίου, ἑορτή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τοῦ καί ἐπικληθέντος νέου Χρυσοστόμου –μάλιστα ἡ πρώτη του ἁγιογραφία, μέ τήν ἐπωνυμία ὁ νέος Χρυσόστομος, ἁγιογραφήθηκε ἐδῶ στήν πατρίδα μας τήν Καστοριά λίγο μετά τήν ἔνδοξη κοίμησή του– καί ἐπικληθέντος καί τετάρτου Ἱεράρχου καί Θεολόγου τοῦ ἀκτίστου Φωτός· καί συνάμα εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Σύναξης πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Καστοριᾶς.
Αὐτό τό θαυμαστό γεγονός τῆς τριπλῆς αὐτῆς ἑορτῆς μέ παρακινεῖ σέ ἱκευτική δέηση πρός τούς Ἁγίους νά ἔχω τήν συναντίληψή τους κατά τήν ποιμαντορία μου καί νά ποιμαίνω λειτουργικά καί ἡσυχαστικά καί θυσιαστικά.
Ζητῶ τίς εὐχές τῶν δύο μεγάλων Ἱεραρχῶν, τῶν Ἁγίων τῆς Καστοριᾶς τούς ὁποίους προμνημόνευσα, τίς εὐχές τῶν ἁγίων προστατῶν μου ἁγίων Νικολάου Μύρων τῆς Λυκίας καί Καλλινίκου Μάρτυρος, ἀλλά καί τῶν Ἁγίων πού γνώρισα ἐκ τοῦ σύνεγγυς καί ἀξιώθηκα νά λάβω τήν εὐλογία τους ὅσο ζοῦσαν ἐν σαρκί μεταξύ μας, ἤτοι:
Τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σωφρονίου τοῦ Ἁγιορείτου, θεολόγου καί ἡσυχαστοῦ, τόν ὁποῖον ἐπισκέφθηκα στήν Ἀγγλία καί ὁ ὁποῖος καταδέχθηκε νά μέ εὐλογήση καί μέ μόνη τήν προσευχή του νά λύση ἕνα δίλημμα πού εἶχα ὡς πρός τήν πνευματική πατρότητα πού θά ἐπέλεγα.
Τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος μέ μιά μόνον φράση του ἔλυσε ἕναν χρόνιο ψευδῆ καί πλανερό λογισμό μου ὡς πρός τό ἐπάγγελμα πού ἤθελα νά ἀκολουθήσω, καί ἐπέλεξα μετά τήν διόρθωση τοῦ λογισμοῦ, αὐτό τοῦ διδασκάλου τῶν παιδιῶν.
Καί τοῦ ἁγίου Καλλινίκου Ἐδέσσης, ὁ ὁποῖος μέ εὐλόγησε ἀπό μικρό παιδί καί ἡ εὐλογία του πρός ἐμέ, εἰ καί ἀναξίως, κατά τήν κουρά μου σέ μοναχό τό 1999 καί κατά τήν πρόσφατη ἐκλογή καί χειροτονία μου σέ Ἐπίσκοπο ἦταν ὀφθαλμοφανής καί ἀδιαμφισβήτητη, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα φέρω.
Τρίτον. Ἔρχομαι ἔχοντας ὡς παρακαταθήκη ἀπό τόν Πνευματικό μου πατέρα Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱερόθεο τό ὅτι ἡ ποιμαντική συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν θεολογία καί τό ἀντίστροφο, καί ὅτι ἡ θεία Λειτουργία, καθώς καί ὅτι τά Μυστήρια συνδέονται ἄρρηκτα μέ τήν ἡσυχαστική ζωή καί τό ἀντίστροφο.
Γι’ αὐτό καί θεωρῶ σημαντική τήν εὐλογημένη συγκυρία τῆς σύμπτωσης τῶν δύο ἑορτῶν, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, διότι οἱ δύο αὐτοί Ἅγιοι Πατέρες συνδύασαν καί δίδαξαν αὐτόν τόν εὐλογημένο σύνδεσμο ποιμαντικῆς, θεολογίας, Μυστηρίων καί ἡσυχασμοῦ-ἀσκήσεως.
Θεολογία εἶναι ἡ «ἅπαξ παραδοθεῖσα» κατά τήν φοβερά ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς πίστις στούς ἁγίους Ἀποστόλους, ἤτοι ἡ φανέρωση τῆς δόξης τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἐνσωμάτωση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων στό Ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στούς Μαθητάς καί Ἀποστόλους καί Ἁγίους καί τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν τήν πηγή τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, πού δέν ἀναπτύσσεται καί δέν ἀνακαλύπτεται προϊόντος τοῦ χρόνου διαδοχικά ἀπό τούς ἔξυπνους ἀνθρώπους, ἀλλά ἀποκαλύπτεται ἀναγεννητικά καί ἐν δυνάμει στούς μαθητές τῶν ἁγίων, τούς ἁπλούς, καθαρούς καί ταπεινούς τῇ καρδίᾳ ἀνά τούς αἰῶνας, ἀναγεννῶντας καί ξανανιώνοντας ἀνθρώπους καί ὁλόκληρες πόλεις καί λαούς.
Καί ποιμαντική εἶναι ἡ καθοδήγηση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση, ἀπό τόν κόσμο στήν Ἐκκλησία, ἀπό τό ἐφήμερο στό αἰώνιο, ἀπό τόν κατά συνήθειαν βίο στόν καθ’ ὁμοίωσιν βίο. Ποιμαντική εἶναι ἡ διά καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως δημιουργία φωτεινῶν παιδιῶν καί φίλων καί ἀδελφῶν καί μητέρων τοῦ Χριστοῦ σέ κάθε τόπο καί χρόνο καί περίσταση, πού μέ τήν θεραπευμένη, ἀπαθῆ καί ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη ὑπερβαίνουν τίς διαιρέσεις, τά μίση καί αὐτόν τόν θάνατο.
Τέταρτον. Ἡ ἀφιέρωση, ἡ Ἱερωσύνη, εἶναι ἔννοιες ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ τῆς ποιμαντικῆς.
Ἀφιέρωση καί Ἱερωσύνη εἶναι θεῖα δῶρα τοῦ Θεοῦ, στά ὁποῖα στηρίζεται ἡ ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι θαύματα τῆς θείας Πρόνοιας καί μάλιστα γιά τήν ἐποχή μας, ἐποχή φιλαυτίας καί γενικῆς ἀποστασίας.
Γιά νά ἀφιερωθῆ ἕνας πιστός ὡς Ἱερέας καί νά παραμείνει Ἱερέας δέν χρειάζονται δύο ἤ τέσσερα ἤ ἕξι ἔτη σπουδῶν, ἀλλά χρειάζονται τριάντα ὁλόκληρα ἔτη προετοιμασίας, ἀπό τήν γέννησή του μέχρι τήν χειροτονία του, πολλά ἔτη δοκιμασίας μετά τήν χειροτονία του καί ἀνύστακτος ἀγώνας γιά τήν ἀναζωπύρωση τοῦ χαρίσματος.
Φυσικός χῶρος τῆς ποιμαντικῆς διά τῆς Ἱερωσύνης εἶναι ἡ Ἐνορία καί οἱ Ἱερές Μονές γιά τούς μοναχούς.
Οἱ Ἐφημέριοι μέ τόν μεγάλο κύκλο τῶν συνεργατῶν τους στίς Ἐνορίες τους καί οἱ Ἱεροκήρυκες εἶναι οἱ ἄμεσοι συνεργάτες τοῦ Ἐπισκόπου, πού προσφέρουν τά πολλά χαρίσματά τους γιά τήν καλλιέργεια τῆς Ἀμπέλου.
Ἡ Ἄμπελος μάλιστα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Καστοριᾶς εἶναι καλλιεργημένη καί περιποιημένη. Ἤδη οἱ πρό ἐμοῦ Ποιμενάρχες, μέ τελευταῖο στήν ἀρχιερατική ἁλυσίδα τόν ἄμεσο προκάτοχό μου, τόν ἐργατικό, φιλακόλουθο καί φιλάγιο μακαριστό Σεραφείμ, ἔχουν κοπιάσει καί ἐργασθεῖ, μαζί μέ τούς συνεργάτες τους. Τόν κόπο καί τό ἔργο αὐτῶν καλοῦμαι νά ἀναλάβω καί νά συνεχίσω, καί ζητῶ τίς εὐχές τους γι’ αὐτό.
Τό δέ τελευταῖο καί δύσκολο ἔτος τῆς ὀρφάνιας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας ἐργάσθηκε μέ νεανικό ζῆλο καί γνώση ὁ Σεβασμιώτατος Τοποτηρητής, ὁ καλός μας γείτονας Μητροπολίτης Γρεβενῶν κ. Δαβίδ, τόν ὁποῖο καί εὐχαριστῶ δημοσίως καί εὐγνωμόνως γιά ὅλα ὅσα ἐκοπίασε.
Πέμπτον. Τό ἔργο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιμαντικῆς εἶναι πρωτίστως ἑνοποιητικό καί θεραπευτικό. Εἶναι ἑνοποιητικό, γι’ αὐτό εἶναι θεραπευτικό καί εἶναι θεραπευτικό γι’ αὐτό καί εἶναι ἑνοποιητικό.
Ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἑνώνει καί ἑλκύει πρός ἑαυτήν τά τῆς ἑνώσεως δεκτικά. Ὅπως τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, κατά τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, εἶναι ἡ ἕνωση τῶν πάντων, καί ἑνοποιητικό εἶναι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέν εἰσέρχεται στίς διαιρέσεις τῆς κοινωνίας γιά νά τίς συντηρῆ, ἀλλά τίς ὑπερβαίνει καί ἑνώνει τά διεστῶτα.
Αὐτό πού χωρίζει τούς ἀνθρώπους καί τίς κοινωνίες εἶναι τά πάθη, πού βάση ἔχουν τόν ἄλογο καί ἄδηλο καί ἄγονο φόβο τοῦ θανάτου, ἄλλοτε συνειδητό καί ἄλλοτε ὑποσυνείδητο, πού παραλύει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, δεσμεύει τήν ἔμπνευσή του καί τόν παραμορφώνει σέ μιά φίλαυτη μονάδα.
Οἱ πραγματικοί ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἀλλά εἶναι ἡ ἁμαρτία, ὁ διάβολος καί ὁ θάνατος.
Ἡ ἁμαρτία, πού εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό καί ἡ παράχρηση τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ παρά τό ἅγιο θέλημά Του.
Ὁ διάβολος, πού διαβάλλει τόν Θεό στόν ἄνθρωπο μέ τίς αἱρέσεις καί παρουσιάζει τόν Θεό εἴτε ὡς ἀδιάφορο, εἴτε ὡς σκληρό, εἴτε ὡς ἀνύπαρκτο, εἴτε ὡς κουφό, εἴτε ὡς ἀμίλητο, εἴτε ὡς ὀργισμένο, εἴτε ὡς ἀδύναμο, εἴτε ὡς παράλογο, εἴτε ὡς ἀθέλητο κ.ο.κ. Καί διαβάλλει ἐπίσης τόν ἄνθρωπο στόν ἄνθρωπο, δημιουργώντας ὑποψίες, διαιρέσεις, μίση, συκοφαντίες, κ.ο.κ.
Καί ὁ θάνατος, πού ἀγκαλιάζει τήν ζωή ἀπό τήν πρώτη κίνησή της καί τήν ἀπειλή καί τήν ἐκφοβίζει καί τήν ἐκβιάζει καί τήν πλανᾶ καί τήν σκοτεινιάζει, καί κάνει τόν ἄνθρωπο μιά φίλαυτη μονάδα.
Αὐτούς τούς ἐχθρούς πολεμᾶ ἡ Ἐκκλησία καί μόνον ἡ Ἐκκλησία, ὅταν ἄλλες κοσμοθεωρίες εἴτε τούς ἀγνοοῦν εἴτε τούς ὑποτιμοῦν εἴτε τούς ἀποκρύπτουν εἴτε καί τούς θεωροῦν φυσικούς φίλους τοῦ ταλαίπωρου ἀνθρώπου.
Ἡ Ἐκκλησία, κατά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, δέν κόβει εἰσιτήρια γιά τόν Παράδεισο, ἀλλά θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀπελευθερώνει ἀπό τά πάθη του, ὥστε ὅταν δῆ τόν Θεό νά Τόν δῆ ὡς Φῶς καί ὄχι ὡς Πῦρ.
Ὁ κατ’ ἐξοχήν χῶρος θεραπείας τῶν ἀνθρώπων εἶναι τά παραδοσιακά Μοναστήρια, πού ἀκολουθοῦν τήν ἡσυχαστική μέθοδο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ὑπολοίπων Καστοριανῶν Ἁγίων.
Γιά νά ὑπάρχη ἡ ἑνότητα στήν Ἐκκλησία, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ λεγόμενη ἐκκλησιοποίηση τῶν χαρισμάτων.
Ἄπειρα εἶναι τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Ὁμοιάζουν μέ τά ἄπειρα χρώματα καί τίς ἀποχρώσεις τους πού συναντᾶμε στήν κτίση. Καί ὅπως ἕνας ζωγράφος λαμβάνει τά χρώματα καί σχηματίζει, παρά τήν ἀντίθεσή τους, τήν ἁρμονία μιᾶς ζωγραφιᾶς, μέ τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Ἐπισκόπων της τά διάφορα χαρίσματα τῶν ἀνθρώπων τά συνταιριάζει ἐν ἐλευθερίᾳ καί σέ μιά ἑνιαία ἁρμονία. Ἀρκεῖ νά γίνεται ἡ ἐκκλησιοποίησή τους, δηλαδή ἡ προσφορά τους στήν Ἐκκλησία διά τῆς ταπεινώσεως καί τῆς ὑπακοῆς. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ πρῶτα ἀναφέρεται στόν λιτό καί πτωχικό του βίο, διακηρύσσει μέ παρρησία τό χάρισμα τῶν γραμμάτων καί τοῦ λόγου πού συνέλεξε «σέ Ἀνατολή καί Δύση καί στό καύχημα τῆς Ἑλλάδος, τήν Ἀθήνα», καί μέ δοξολογικό καί λαμπρό λόγο ὁμολογεῖ ὅτι καί αὐτό τό πολύτιμο χάρισμά του τό ἔριξε στά πόδια τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τό ἐκκλησιοποίησε. Τό ἀντίθετο τῆς ἐκκλησιοποίησης τῶν χαρισμάτων εἶναι ἡ αὐτονόμηση τῶν χαρισμάτων πού γιά ἕναν Χριστιανό εἶναι ἀνόητη καί ἄγονη ἐνέργεια, εἶναι μιά κατάρα.
Μέσα στά πλαίσια αὐτά δέν μπορῶ νά διανοηθῶ πνευματικότητα –μέ τήν θρησκευτική ἐκκλησιαστική ἔννοια τοῦ ὅρου καί ὄχι μέ τήν πολιτιστική– ἔξω ἀπό τόν σεβασμό τῶν ἄλλων χαρισμάτων. Μοῦ εἶναι ἀδιανότητη μιά πνευματικότητα πού δέν σέβεται τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας τόν ὁποῖον συγκροτεῖ τό Ἅγιον Πνεῦμα. Καί πιό συγκεκριμένα, δέν νοεῖται γιά μένα πνευματικός ἄνθρωπος πού ὑπονομεύει τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ὑπονομεύει τό Πρωτόθρονο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό σύστημα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Καί ἄν ἕνας τέτοιος πολέμιος τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἐπιμένει νά ἐμφανίζεται ὡς πνευματικός, αὐτός δυστυχῶς ἐμφορεῖται ἀπό ἄλλα πνεύματα, ἐχθρικά πρός τήν Ἐκκλησία, τόν Χριστό καί τόν ἄνθρωπο.
Ἕκτον. Ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας θέλω νά στηρίζομαι στόν νόμο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι καί ζωοποιός καί αἰώνιος καί ἀδήριτος, γιατί πηγάζει ἀπό τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός.
Καί ὡς Ἐπίσκοπος καί ὡς Χριστιανός καί ὡς ἄνθρωπος ὀφείλω νά εἶμαι ξένος στό ψεῦδος καί τά ἔκγονά του, τήν πλάνη, τήν ἀδικία, τήν συκοφαντία, τήν διαβολή, τήν παραποίηση, τήν καταλαλιά, καί νά θεραπεύω τούς ἀδελφούς μας πού πέφτουν θύματα αὐτῆς τῆς φοβερῆς πνευματικῆς, ψυχολογικῆς καί κοινωνικῆς ἀσθένειας.
Δέν θά ξεχνῶ ποτέ τόν λόγο τοῦ ἁγίου Καλλινίκου, τοῦ δίκαιου καί συνετοῦ καί σοφοῦ καί διακριτικοῦ, πού συνήθιζε νά λέη συχνά, ὅπως τό διασώζει ὁ πνευματικός του υἱός Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: «δυνάμει τοῦ νόμου». Καί ὅταν ἐρωτᾶτο, τίνος νόμου, Σεβασμιώτατε, ἀπαντοῦσε: «τοῦ νόμου τοῦ πνευματικοῦ».
Δυνάμει τοῦ νόμου τοῦ πνευματικοῦ ἐποίμαινε τό λογικό ποίμνιο καί ἐποιμαίνετο ὁ ἴδιος ὑπό τοῦ Θεοῦ, καί δυνάμει τοῦ νόμου τοῦ πνευματικοῦ ἔγιναν ὅσα θαυμαστά ἔγιναν στήν ζωή του καί, τελικῶς, δυνάμει τοῦ νόμου τοῦ πνευματικοῦ ἁγίασε καί ἀνυψώθηκε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ἡ ἄκτιστη, ἀγένητη, ἀθάνατη, ἀέναη, αἰώνια, παντοδύναμη καί ἀδημιούργητη Χάρη καί ἐνέργεια καί δύναμη πού πηγάζει ἀπό τόν Χριστό καί δέν καλύπτεται καί δέν θά καλυφθῆ ποτέ ἀπό τήν λήθη. Καί αὐτήν τήν ἀλήθεια ὀφείλει ὁ Ἐπίσκοπος νά ζῆ καί νά τήν κηρύσση στόν λαό.
Γνωρίζω ὅτι λόγῳ τῆς φεουδαρχικῆς καί σχολαστικῆς χρήσης τῆς ἀρχαίας μεταφυσικῆς, χρήση πού ἀποτέλεσε ἕναν ἀνόητο καί καταστροφικό ἀναχρονισμό στήν πορεία τῆς ἀνθρώπινης διανόησης στήν Εὐρώπη, ἡ ὁποία μεταφυσική μέσῳ τῆς σχολαστικῆς θεολογίας στήριξε τό φεουδαρχικό σύστημα μέ ἀπάνθρωπα κατασκευάσματα περί ἀμεταβλήτων ἐννοιῶν καί ἰδεῶν στίς ὁποῖες κατά τήν προκρούστεια μέθοδο ὀφείλουν οἱ ἄνθρωποι μέ τυραννικό τρόπο νά προσαρμόζονται, αὐτή ἡ μεταφυσική ὁδήγησε στήν σημερινή ἀπόρριψη ἀπό τόν δυτικό ἄνθρωπο καί αὐτῆς τῆς ἔννοιας τῆς ἀληθείας, ἡ ὁποία ἔχει καταντήσει στήν καλύτερη τῶν περιπτώσεων σέ μιά κοινωνική ἤ πολιτική ἤ φιλοσοφική σύμβαση καί τίποτε περισσότερο.
Ἐμεῖς πιστεύουμε στήν ἄκτιστη ἐνέργεια καί χάρη τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια καί ἡ ὁποία συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν ἀγάπη. Καί αὐτό γίνεται μόνο στόν Χριστό, ἀληθινό Θεό καί ἀληθινό ἄνθρωπο, τήν Ἐσταυρωμένη καί Ἀναστημένη καί μένουσα εἰς τόν αἰώνα Ἀγάπη.
Νόμος τοῦ Θεοῦ καί Ἀλήθεια εἶναι δύο ἀκλόνητες βάσεις τῆς ποιμαντικῆς τοῦ Ἐπισκόπου.
Ἕβδομον. Στηρίζω καί εὐλογῶ τό κοινωνικό ἔργο ἀπό ὅποιον καί αὐτό ἐπιτελεῖται. Σέβομαι καί τιμῶ τούς Εὐεργέτες. Προέρχομαι ἀπό μιά Μητρόπολη, τῆς Ναυπάκτου, πού εἶχε πολλούς Εὐεργέτες πού ἵδρυσαν Ἱδρύματα καί Κληροδοτήματα, ἀλλά καί εὐεργέτες πού δίνουν ἐργασία στούς ἀνθρώπους καί στηρίζουν τήν Ἐκκλησία.
Καί ἡ Καστοριά ἔχει ἐπίσης πολλούς Εὐεργέτες. Μάλιστα ἔχει γραφῆ ὅτι ὁ πλοῦτος πού συγκέντρωνε ἡ πόλη τήν ἐποχή τῆς μεγάλης ἄνθησής της γινόταν κοινωνικό ἀγαθό καί ὄχι μέσον ἐπίδειξης.
Τό κοινωνικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ἔχει κέντρο τήν θεία Λειτουργία καί ἔχει ὀνομασθῆ καί λειτουργία μετά τήν Λειτουργία. Ἡ Ἐκκλησία βλέπει τόν ἄνθρωπο ὁλικῶς, ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀθάνατη. Τόν παρακολουθεῖ, τόν σέβεται, τόν φροντίζει, τόν ἀγαπᾶ, ἀπό τήν σύλληψή του μέχρι καί τήν μετά τόν θάνατο ζωή του, ψυχοσωματικά.
Θέλω νά βλέπω, μαζί μέ τούς συνεργάτες μου, μέ στοργή ὅλους τούς ἀνθρώπους, λαό καί ἄρχοντες, μικρούς καί μεγάλους, οἰκογενειάρχες καί μοναχικούς, μορφωμένους καί ἁπλοϊκούς, ἐπισήμους καί περιθωριακούς, ἰσχυρούς καί κατερραγμένους, καί μάλιστα τούς δοκιμαζομένους ὑπό ἀσθενειῶν, πτωχείας, δυσκόλων περιστάσεων, καί νά τούς στηρίζω, μαζί μέ τούς συνεργάτες μου, καί νά τούς παρακαλῶ καί νά τούς δίνω ἐμπράκτως θάρρος, ἐλπίδα καί δύναμη.
Ὄγδοον. Ὡς ὀρθόδοξος θεολόγος καί Ἐπίσκοπος ἀγωνίζομαι νά τηρῶ τήν πάγια θεολογική στάση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι στήν παράδοσή μας πίστη καί ἐπιστήμη δέν συγκρούονται, δέν ἀλληλοαναιροῦνται, ἀλλά συνυπάρχουν διακρινόμενες σαφῶς.
Ὁ πιστός μπορεῖ νά εἶναι καί ἐπιστήμονας, ἐφόσον μάθει γράμματα καί γίνει ἐρευνητής, χωρίς νά μειωθῆ οὔδ’ ἐπ’ ἐλάχιστον ἡ πίστη του. Καί ὁ ἐπιστήμονας μπορεῖ νά εἶναι πιστός ἐφόσον ἔχει καθαρή καρδιά, χωρίς νά βλαφθῆ οὐδ’ ἐπ’ ἐλάχιστον ἡ ἐπιστήμη του. Ἡ σύγκρουση πίστης καί ἐπιστήμης ἔγινε σέ ἄλλους θεολογικούς, ἱστορικούς καί πολιτικούς χώρους, πού δέν ἔχουν καμμιά σχέση μέ τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί θεολογία.
Γι’ αὐτό καί τιμῶ τούς ἐπιστήμονες, ἰατρούς, μηχανικούς, ἐκπαιδευτικούς, ἱστορικούς κλπ., τούς καλλιτέχνες γιά τήν τέχνη τους, τόν καθένα στόν τομέα του, καί τούς συμβουλεύομαι γιά τά θέματα πού ἐκεῖνοι καλῶς ἐπίστανται.
Βεβαίως, οἱ ἐπιστήμονες τῆς Θεολογίας καί τῆς Θεογνωσίας εἶναι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι διά τῆς ἐμπειρίας τους ἐπίσης καλῶς ἐπίστανται τά τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτό, λοιπόν, καί εἶναι ἀνεπίτρεπτο στίς ἡμέρες μας νά μᾶς φοβίζουν φαντάσματα ἑνός μακρινοῦ καί ξένου παρελθόντος.
Ἔχει εἰπωθῆ ὅτι στόν αἰώνα μας δέν εἶναι δυνατόν νά ἀρνούμαστε τήν ἐπιστήμη. Πράγματι.
Θά ἤθελα ὅμως νά συμπληρώσω ὅτι κατά τόν ἴδιο τρόπο στόν αἰώνα μας δέν μποροῦμε νά ἀρνούμαστε τήν πίστη. Ὅταν μάλιστα μεγάλοι ἐρευνητές ἀπό ἀγνωστικιστές γίνονται πιστοί ἀπό τόν θαυμασμό τους ἐνώπιον τοῦ θαύματος τῆς δημιουργίας καί ὅταν οἱ φιλοπρόοδοι ἀδελφοί μας στήν Ἀμερική καί ἀλλοῦ συνδυάζουν τήν ἐπιστημονική τους ἐνασχόληση μέ τήν πίστη στήν Ἁγία Τριάδα καί τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο Χριστό.
Δέν μποροῦμε νά ἀντιμετωπίζουμε τόν ἄνθρωπο μονοδιάστατα καί ἐφήμερα ὡς μιά ἔμψυχη μηχανή μέ ἡμερομηνία λήξης. Αὐτό εἶναι ἕνας πραγματικός ἐφιάλτης γιά τόν σύγχρονο πολιτισμό.
Ἔνατον. Σέβομαι τό Συνταγματικό πολίτευμά μας, σέβομαι καί ὑπολείπτομαι τούς ἐκλεγμένους ἀπό τόν λαό Ἄρχοντες καί τούς ἐκπροσώπους τῶν Δημοκρατικῶν θεσμῶν.
Ἐπίσης σέβομαι καί ὑπολείπτομαι τόν ἀγώνα τῶν ἐνστόλων τῆς Πατρίδος μας, τῶν μέν γιά νά διαφυλάξουν τά σύνορά μας καί τήν ἐξωτερική ἐλευθερία τῆς Πατρίδος –καί ὁμιλῶ ἐδῶ στήν Μακεδονία μας οὐσιαστικά γιά τούς διαδόχους τοῦ μεγάλου Παύλου Μελᾶ– τῶν δέ γιά νά διαφυλάξουν τήν ἐσωτερική ἐλευθερία τῆς Πατρίδος ἀπό τίς ἐκδηλώσεις τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν πού τήν διαταράσσουν.
Εἶναι μεγάλη εὐλογία ἀπό τόν Θεό πού ζοῦμε σέ δημοκρατικό καθεστώς, ἀφοῦ ἡ δημοκρατία εἶναι μέσα στό DNA τοῦ Ἕλληνα. Τήν δημοκρατία τήν ἀγαπῶ ἐκ φύσεως, νομίζω καί λόγῳ τοῦ ὅτι ἀπό τόν πατέρα μου Εὐάγγελο εἶμαι Κεφαλλήν, καί ὡς γνωστόν οἱ κάτοικοι τοῦ πτωχικοῦ αὐτοῦ ἑλληνικοῦ νησιοῦ εἶναι κάτι παραπάνω ἀπό δημοκράτες. Κυρίως ὅμως τήν διδάχθηκα ὡς τρόπο ζωῆς καί πολιτείας ἀπό τόν πνευματικό μου πατέρα Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱερόθεο, ὁ ὁποῖος σέ ὅλες του τίς ἐνέργειες εἶναι δημοκράτης.
Εἶναι χαρακτηριστικά τά λόγια τοῦ Δημάρχου Ναυπακτίας κ. Βασιλείου Γκίζα γιά τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱερόθεο:
«Ὡς διοικητής τῆς Ἱερᾶς Μητρόπολης (διότι ὁ ἑκάστοτε Ἐπίσκοπος εἶναι καί διοικητής μέ τήν τυπική ἔννοια ὅρου), ὁ Μητροπολίτης μας διακρίνεται γιά τήν ἀφοσίωσή του στούς νόμους τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας. Κάθε φορά πού ἀνακύπτει τό παραμικρό ζήτημα κατά τή διοίκηση καί διαχείριση τῶν ὑποθέσεων τῆς Μητρόπολης, εἴμαστε ὅλοι μάρτυρες ὅτι τό πρῶτο πού ἀναζητᾶ εἶναι τό τί προβλέπει ὁ νόμος. Καί αὐτό τό τηρεῖ μέ θρησκευτική εὐλάβεια. Ἔτσι πού νά γίνεται φανερό ὅτι τή Μητρόπολη δέν τή διοικεῖ ὁ Δεσπότης, ἀλλά διά τοῦ Δεσπότη ὁ νόμος τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡς ποιμένας καί πνευματικός πατέρας διακρίνεται γιά τήν ἀπόλυτη ἀφοσίωσή του στούς πνευματικούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται ἀπό τούς Πατέρες. Κάθε φορά πού κηρύττει, ὁμιλεῖ, συγγράφει, ἀπευθύνει ἐγκυκλίους, ἤ ἀσκεῖ τά ποιμαντορικά του καθήκοντα εἴμαστε ὅλοι μάρτυρες ὅτι ἀνατρέχει στό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποφεύγει συστηματικά νά ἐκφράση προσωπικές ἀπόψεις ἤ γενικότερες φιλοσοφικές σκέψεις. Ἔτσι πού νά γίνεται φανερό ὅτι τή Ναυπακτία δέν τήν ποιμαίνει ὁ Δεσπότης, ἀλλά διά τοῦ Δεσπότη ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί οἱ Πατέρες.
Στά σημεῖα, λοιπόν, αγὐτά ὁ συγκεκριμένος Ἱεράρχης θεωρῶ ὅτι ὁμοιάζει καί συνδέεται στενά … καί μέ τόν Ἅγιο Καλλίνικο, ὁ ὁποῖος διακρίθηκε γιά τήν ἀπόλυτη ἀφοσίωσή του στήν Ἐκκλησία καί τούς κανόνες της, ἀλλά καί στούς νόμους τῆς Πολιτείας, τούς ὁποίους σεβάστηκε καί ἐφήρμοσε ὡς διοικητής τῆς Ἱερᾶς Μητρόπολης Ἐδέσσης».
Αὐτόν τόν τρόπο πολιτείας, τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί τοῦ ἁγίου Καλλινίκου, φιλοδοξῶ νά μιμηθῶ καί ἐγώ, ὅσο μοῦ εἶναι δυνατόν.
Σέβομαι τούς θεσμούς τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας πού εἶναι θεσμοί πού ὁ λαός ψηφίζει. Καί θεωρῶ ὅτι κάθε προσπάθεια ὑπονόμευσης τῶν δημοκρατικῶν θεσμῶν, παρά τά ἐνδεχόμενα λάθη τῶν ἐκπροσώπων τους, εἶναι κακή ἐπέμβαση στό DNA τοῦ Ἕλληνα πολίτη.
Θέλω ὅμως παράλληλα νά ὑπογραμμίσω ὅτι κατά τόν ἴδιο τρόπο στό DNA τοῦ Ἕλληνα εἶναι καί ἡ ὀρθοδοξία, ἡ Μητέρα Ἐκκλησία καί γι’ αὐτό τῆς ἀξίζει κάθε σεβασμός.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ μόνη πού δέν βαρύνεται μέ ἐγκλήματα κατά τῆς ἀνθρωπότητος.
Εἶναι ἡ μόνη πού ἔχει Θεό ἐνανθρωπήσαντα καί τόν τιμᾶ ὡς Θεό ἐνανθρωπήσαντα.
Εἶναι ἡ μόνη πού ἀπορρίπτει τήν μεταφυσική ἐξ ὁλοκλήρου. Αὐτό τό πανιερώτατο Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, πού ὁρισμένοι ἀνοήτως πολέμησαν πρόσφατα, εἶναι ὀφθαλμοφανής ἀπόδειξη τῆς ἀπορρίψεως τῆς μεταφυσικῆς, ἡ ὁποία, ὅπως προαναφέρθηκε, μέ τήν ἀναχρονιστική της χρήση ἀπό τήν χριστιανική δύση κατατυράννησε τόν δυτικό ἄνθρωπο ἐπί αἰῶνες.
Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ μόνη πού ἔχει ἐντελῶς ἀναίμακτη λατρεία. Δέν προβλέπεται καί δέν ἀνέχεται πουθενά στό Εὐαγγέλιό της καί στούς ἱερούς Κανόνες της ἔκχυση αἵματος, οὔτε ἀνθρωπίνου οὔτε ἀκόμη καί ζώου.
Εἶναι ἡ μόνη πού ἀποδέχεται τίς εἰκόνες χωρίς νά δέχεται τήν εἰδωλολατρεία.
Εἶναι ἡ μόνη πού σέβεται ἀπόλυτα τήν ἐλευθερία τῶν τέκνων της.
Εἶναι ἡ μόνη πού τά δόγματά της εἶναι διηγήματα καί ὄχι προκρούστειοι στοχασμοί.
Γι’ αὐτό καί θέλω νά παρακαλέσω τούς ἄρχοντες τοῦ τόπου, πολιτικούς, στρατιωτικούς, ἐκπαιδευτικούς, πολιτιστικούς, ἐπιστημονικούς, νά ἐνσκύψουν σέ αὐτήν τήν πραγματικότητα καί μέ τήν ἴδια εὐαισθησία νά μή ἀνέχονται ὑπονομεύσεις τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί πίστης τῶν Ἑλλήνων, γιατί θεωρῶ ὅτι εἶναι ἐπίσης μιά κακή ἐπέμβαση στό DNA τοῦ Ἕλληνα πιστοῦ.
Ὅταν ὑπονομεύεται ἡ Δημοκρατία, καραδοκοῦν αὐταρχικά καθεστῶτα.
Καί ὅταν ὑπονομεύεται ἡ Ἐκκλησία, καραδοκοῦν τυραννικές θρησκεῖες.
Καί δέκατον. Ὅλη ἡ ζωή μας εἶναι ζωή μαθητείας. Ὅποιο ἐπάγγελμα καί ἄν κάνουμε, ὅποιο διακόνημα καί ἄν μᾶς ἔχει ἀνατεθῆ, ὅποια ἡλικία καί ἄν ἔχουμε. Ἡ διάθεση μαθητείας εἶναι χάρισμα καί πηγή ἀστείρευτης ἔμπνευσης.
Ὅμως ἡ κατ’ ἐξοχήν μαθητική ἡλικία εἶναι ἡ παιδική καί νεανική, γι’ αὐτό ἀπαιτεῖ τό ἐνδιαφέρον καί τήν φροντίδα μας. Καί ὅταν κανείς φροντίζη γιά τούς νέους, φροντίζη συγχρόνως καί γιά τούς αὐριανούς ἡλικιωμένους.
Τά παιδιά καί οἱ νέοι κατά κανόνα εἶναι ἀνοικτοί στόν λόγο, εἶναι ὅλο αὐτιά, ἤ θά ἔλεγα ὅλοι μιά ἀνοικτή καρδιά. Καί βλέπω ὡς μιά μεγάλη εὐκαιρία ποιμαντική, στήν ἀνοικτή αὐτή καρδιά τους νά ἐνσκύψουμε καί νά ζητήσουμε ἀπό τόν Πατέρα, διά τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, νά ἐγγράψη ἐκεῖ τά λόγια τοῦ Πνεύματος, πού εἶναι λόγια ἐλευθερίας, ἀγάπης, ἁγνότητας, δικαιοσύνης.
Ὡς δάσκαλος πού εἶμαι, ἐκτός ἀπό θεολόγος, βλέπω ὅτι ἡ ἡλικία τῶν 10 περίπου ἐτῶν, εἶναι ἡλικία ἀγγελική, καί ἐκεῖ ἔχουμε τεράστια εὐθύνη νά μή σκανδαλίσουμε αὐτούς τούς ἀγγέλους, ἀλλά νά διατηρήσουμε τήν ἁγνότητά τους, τήν ταπείνωσή τους, τήν ὑπακοή τους, κατά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτόν ὡς τό παιδίον τοῦτο, οὗτός ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. καὶ ὃς ἐὰν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἓν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται· ὃς δ᾿ ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικός εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης» (Ματθ. ιη΄) καί σιγά σιγά νά τά ὁδηγήσουμε στόν κόσμο τῶν μεγάλων, δυνατά, μέ ἀνοικτό μυαλό καί ἐλεύθερη σκέψη ἀλλά καί μέ καθαρή συνείδηση καί καρδιά, ὡς νέο καί καθαρό αἷμα στήν κοινωνία.
Ὡς Ἐπίσκοπος θά ἐνδιαφέρομαι ἰδιαιτέρως γιά τά δικαιώματα τῶν παιδιῶν. Καί δέν ἐννοῶ μόνον τά δικαιώματα ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα οὕτως ἤ ἄλλως ἐνδιαφέρεται καί ἡ Πολιτεία καί ἡ κοινωνία, ἀλλά ἐννοῶ καί τό κατ’ ἐξοχήν δικαίωμα τῶν παιδιῶν, πού εἶναι τό «δικαίωμα» στήν θέωση, στήν ἕνωση μέ τόν Χριστό. Τά παιδιά δέν εἶναι δικά μας, εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ. Καί δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά τούς στεροῦμε τό κατ’ ἐξοχήν δικαίωμά τους πού εἶναι τό καθ’ ὁμοίωσιν, πού εἶναι νά γνωρίσουν τόν Θεό Πατέρα τους.
Πάντως, ἄν θέλετε νά μέ εὐχαριστήσετε, ἀγαπητοί ἀδελφοί μου, θά πῶ, παραφράζοντας τά λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ὅτι δέν ἔχετε παρά «νά μοῦ χαρίσετε τά παιδιά σας», δηλαδή νά τά ἐκκλησιάζετε, ἀλλά καί νά μέ καλέσετε στούς χώρους ἐκείνους τῆς μάθησης πού οἱ καρδιές διψοῦν γιά ἔμπνευση καί τό ἀνοικτό μυαλό γιά γνώση, γιά νά προσφέρω, ὅση μοι δύναμις, τόν πάντα νεανικό καί προκλητικό λόγο τῆς Ἐκκλησίας, πού καί αὐτοί οἱ νέοι μέ πολλή δυσκολία βαστάζουν, γιατί ξεπερνᾶ τά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης ἀγάπης καί ἐλευθερίας.
Σᾶς παρακαλῶ πολύ, νά στηρίξετε τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας, τῶν Ἱερέων μας, τῶν Κατηχητῶν μας, τῶν ἐθελοντῶν μας, στόν τομέα τῆς Νεότητος, μέ ὅλες σας τίς δυνάμεις. Καί ἐγώ ἀπό τήν πλευρά μου σᾶς ὑπόσχομαι νά ἀποτρέψω κάθε προσπάθεια ὀπαδοποίησης καί φονταμενταλισμοῦ καί δεισιδαιμονίας, πού εἶναι πράγματα ξένα πρός τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Σέ μιά ἐλάχιστη πρώτη ἔνδειξη τῆς ἀγάπης μου πρός τούς νέους, τούς καλῶ καί τούς προσκαλῶ σήμερα νά εἶναι αὐτοί –οἱ μαθητές ὁποιασδήποτε τάξης τῆς Ἐκπαίδευσης– πού πρῶτοι θά μέ πολιορκήσουν μέ τίς ἐρωτήσεις τους γιά νά μέ γνωρίσουν καί μέ κάποια προφορική ἤ γραπτή συνέντευξή τους νά μέ συστήσουν ἔπειτα στόν λαό τῆς Καστοριᾶς, μέσα ἀπό τά δικά τους μάτια καί μέσα ἀπό τά δικά τους ἁγνά αἰσθητήρια.
Δέν θέλω νά ὑποτιμήσω μέ αὐτό τό λειτούργημα τῶν τοπικῶν δημοσιογράφων, τούς ὁποίους σέβομαι καί λόγῳ τῆς ἀδελφικῆς σχέσης πού εἴχαμε μέ ἀρκετούς δημοσιογράφους στήν Ναύπακτο, ἀλλά ἀντιθέτως νά τό τιμήσω καί νά τό ἀναδείξω μέσῳ τῆς νεανικῆς ζωντάνιας καί εἰλικρίνειας.
Ἀγαπητά μου παιδιά, σᾶς περιμένω. Τό Ἐπισκοπεῖο θά εἶναι πάντα ἀνοικτό γιά σᾶς. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι πάντα ἀνοικτή γιά σᾶς. Θά σᾶς περιμένω νά ἀκούω προσεκτικά ὅ,τι θέλετε νά μοῦ πεῖτε. Καί ἐγώ θά σᾶς ἀνοίγω μέ εἰλικρίνεια τήν καρδιά μου, γιατί δέν ὑποτιμῶ τά παιδιά καί τούς νέους, ἀλλά τούς σέβομαι καί τούς ἀγαπῶ.
Ὡσαύτως σέβομαι καί ἀγαπῶ καί τιμῶ καί στηρίζω τούς Ἐκπαιδευτικούς λειτουργούς κάθε βαθμίδος, πού κοπιάζουν γιά τήν νεότητα καί φροντίζουν μέ τόν καλύτερο τρόπο τό μέλλον αὐτό τῆς Πατρίδος μας.
Τίμιοι ἄρχοντες τῆς Καστοριᾶς,
ἀγαπημένοι ἀδελφοί
Σᾶς ἄνοιξα ἕνα μεγάλο μέρος τῆς καρδιᾶς μου, ὅσο ἡ περίσταση καί ἡ ὥρα τό ἐπιτρέπει. Αὐτά πού προανάφερα εἶναι ὁ ἑαυτός μου, δέν εἶναι τίποτε ξένο πού δέν τό πιστεύω. Εἶναι τά ἐφόδια πού μοῦ ἔδωσε ἡ Μητέρα Ἐκκλησία μέ τούς πνευματικούς πατέρες καί ἀδελφούς μου.
Ὑπάρχουν καί ἄλλα πολλά, τά ὁποῖα δέν χωροῦν σέ λόγους καί βιβλία, ἀλλά θά γίνουν γνωστά κατά τά ἐκκλησιαστικά καί κοινωνικά γεγονότα πού θά ζήσω μαζί σας, ὅσο ὁ Θεός μοῦ ἐπιτρέψει νά ζήσω.
Πάντως, ἔρχομαι στήν Καστοριά μέ ἀγάπη καί χωρίς προκαταλήψεις, μέ σκοπό νά λιώσω ὡς λαμπάς στήν διακονία τῶν ἀδελφῶν μου, νά προσφέρω λόγο γιά τόν ζωντανό Θεό, ζώντας ὁ ἴδιος –κατά τό παράδειγμα τοῦ ἁγίου Καλλινίκου Ἐδέσσης– σέ ἕνα γυάλινο καί διάφανο Ἐπισκοπεῖο, ἔχοντας τρύπιες τσέπες καί τρύπιο πορτοφόλι, καί πλατύνοντας ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα τήν καρδιά μου, μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὥστε νά προσφέρω, κατά τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὄχι μόνον στά ἱερά θυσιαστήρια τῶν βυζαντινῶν Ναῶν της, ἀλλά καί ἐκεῖ μέσα στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς, ὡς Ἱεράρχης καί ἡσυχαστής, ἱκεσίας καί θυσίας ἀναμαίκτους ὑπέρ τοῦ λαοῦ τῆς ἐρατεινῆς καί εὐλογημένης Καστοριᾶς, ἔχοντας πάντα πάνω μου νά μέ παρακολουθῆ τό ἱλαρό ἀλλά καί δίκαιο βλέμμα τοῦ Ἐσταυρωμένου, ὁ ὁποῖος ἔχυσε τό Αἷμα Του γιά Σᾶς, γιά τά παιδιά Του, τούς φίλους Του, τούς μαθητές Του, τήν Ἐκκλησία τῆς Καστοριᾶς.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
κ. Δήμαρχε Καστορίας, πού μέ ὑποδεχθήκατε σήμερα,
Ἦρθα στό σπίτι μου! Εἶμαι πλέον Καστοριανός!
Ὡς Ἐπίσκοπος ἀνοίγω τά χέρια μου πρός ἐσᾶς σέ σχῆμα σταυροῦ, εἰς ἔνδειξη κενωτικῆς ἀγάπης, καί ἐπικαλοῦμαι τούς ἀποστολικούς λόγους:
«Χαίρετε, καταρτίζεσθε, παρακαλεῖσθε, τό αὐτό φρονεῖτε, εἰρηνεύετε, καὶ ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης ἔσται μεθ᾿ ὑμῶν. … Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν» (πρβλ. Β΄ Κορ. ιγ΄).