Παρά την έξοδο της χώρας από τη δεκαετή οικονομική ύφεση κι εντούτοις τα ποσοστά των κατοίκων της που πλήττονται από την ενεργειακή φτώχεια παραμένουν ψηλά.
Τρεις διαφορετικές έρευνες που παρουσιάστηκαν χθες από ισάριθμα ελληνικά πανεπιστήμια καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: Οι τρεις αιτίες της ενεργειακής ένδειας χαμηλό εισόδημα, υψηλό κόστος ενέργειας και μειωμένη ενεργειακή απόδοση των κτιρίων δεν έχουν αντιμετωπιστεί. Πέραν αυτού, όπως τόνισε και ο καθηγητής του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου Δημήτρης Καλιαμπάκος κατά τη διάρκεια του πρώτου κοινού συνεδρίου για την ενεργειακή φτώχεια που συνδιοργάνωσαν το ΕΜΠ και η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας:
«Η ενεργειακή ένδεια είναι μία άδηλη και διαβρωτική μορφή φτώχειας. Η υποβάθμιση των συστημάτων θέρμανσης προκαλεί επιπτώσεις στην ποιότητα της ζωής: Ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης, δυσμενείς επιδράσεις στην ψυχική υγεία αλλά ακόμη και στην ανάπτυξη των παιδιών. Επίσης», όπως συνέχισε, «προκαλεί κι επιπτώσεις στις αναπτυξιακές προοπτικές: Επιδράσεις στην εθνική οικονομία, στο επίπεδο εκπαίδευσης μίας κοινωνίας, στασιμότητα και εγκατάλειψη περιοχών».
Το ΕΜΠ εφάρμοσε έναν νέο δείκτη που υπολογίζει τον βαθμό κάλυψης των ενεργειακών αναγκών των νοικοκυριών. Όπως εξήγησε με απλά λόγια ο κ. Καλιαμπάκος μετρά το πόσα χρήματα δαπάνησε κάποιος για τις ενεργειακές του ανάγκες σε σχέση με εκείνα για να κάνει μία άνετη ζωή.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά:
Το 50,75% των νοικοκυριών συμπίεσε τις ενεργειακές του ανάγκες.
Μόλις το 16,25% τις ικανοποίησε και
Το 33% «σπατάλησε» για να καλύψει τις ενεργειακές του ανάγκες
Ο δείκτης του ΕΜΠ φανερώνει επίσης την ταξική διάσταση της ενεργειακής φτώχειας καθώς:
Επτά στα 10 νοικοκυριά με εισόδημα κάτω από 11.000 ευρώ συμπιέζει τις ενεργειακές τους ανάγκες, ενώ μόλις ένα στα 10 τις ικανοποιεί.
Επτά στα 10 νοικοκυριά που χρησιμοποιούν ηλεκτρισμό για τη θέρμανση τους συμπιέζουν τις ενεργειακές τους ανάγκες, ενώ μόλις ένα στα 10 τις ικανοποιεί.
Εννέα στα 10 νοικοκυριά που ζουν σε παλιά σπίτια (προ του κανονισμού θερμομόνωσης το 1979) συμπιέζουν τις ενεργειακές τους ανάγκες, ενώ η αντιστοιχία για τα νεόδμητα κτίρια (μετά το 2001) είναι δύο στα 10.
Οκτώ στα 10 μονομελή και ευάλωτα νοικοκυριά (φοιτητές, άνεργοι μονογονεϊκές οικογένειες) συμπιέζουν επίσης τις ενεργειακές τους ανάγκες.
Τραγική είναι η κατάσταση και στις ορεινές περιοχές με επτά στις 10 οικογένειες να υποφέρουν από την ενεργειακή φτώχεια και μία στις δύο συμπιέζουν τις ενεργειακές τους ανάγκες.
Αδυναμία θέρμανσης
Συγκλονιστικά, όμως, είναι και τα στοιχεία έρευνας αναφορικά με την ποιότητα ζωής και τις ενεργειακές ανάγκες που δημοσίευσε χθες το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και η οποία πραγματοποιήθηκε υπό την επίβλεψη του καθηγητή Δρ. Πάνου Κοσμόπουλου.
Οι απαντήσεις στα 1.124 ερωτηματολόγια της K-ecoprojects καταδεικνύει τις δυσκολίες των οικογενειών να έχουν «θερμική άνεση» (ζέστη το χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι) στα σπίτια τους.
Στην ερώτηση προς τους συμμετέχοντες «αισθάνεστε θερμική άνεση το χειμώνα στο σπίτι σας», οι απαντήσεις που δόθηκαν δείχνουν αθροιστικά ότι το 51,5% δεν νιώθουν ζέστη (27,84% απάντησε «μέτρια», 11,58% δροσιά και 12,08% κρύο). Δηλαδή ένα στα δύο νοικοκυριά αδυνατεί να ζεσταθεί στην κατοικία του.
Αποκαλυπτικές είναι και οι απαντήσεις που έδωσαν οι ερωτηθέντες για το είδος της θέρμανσης που χρησιμοποιούν: Σχεδόν το 30% απάντησε ότι καίει ξύλα, pellets και γαιάνθρακα αλλά και… χοντρά ρούχα και σκεπάσματα. Το ποσοστό των νοικοκυριών που έδωσε τις δύο τελευταίες απαντήσεις είναι 4,38%, ενώ τα τζάκια και τις ξυλόσομπες χρησιμοποιεί το 24,66%.
Πετρέλαιο καίει το 27,53%, κλιματιστικά, αερόθερμα, ηλεκτρική σόμπα το 23,9%, φυσικό αέριο το 18,33% και υγραέριο το 1,2%
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα πάνω από το 65% δηλώνει ότι η θέρμανση είναι ακριβή, ενώ ενδεικτικά της εκτίναξης του κόστους είναι τα στοιχεία που παρουσιάζονται αναφορικά με τις ετήσιες δαπάνες ανά είδος θέρμανσης. Η σύγκριση γίνεται ανάμεσα στο χειμώνα που μας πέρασε σε σχέση με εκείνον πριν τη δεκαετή οικονομική κρίση.
Έτσι, η μέση ετήσια δαπάνη για:
Πετρέλαιο εκτινάχθηκε κατά περίπου 60% στα 1.291 από 800 ευρώ.
Ηλεκτρική θέρμανση ανέβηκε κατά 19% στα 1.305 ευρώ από 1.095.
Ξύλα αυξήθηκε κατά 58% στα 1.100 από 695 ευρώ.
Φυσικό αέριο ανέβηκε κατά 68% στα 718 από 425 ευρώ.
Μερική θέρμανση της κατοικίας
Η τρίτη έρευνας που παρουσίασε στο χθεσινό συνέδριο της ΡΑΕ και του ΕΜΠ, ο καθηγητής του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου Ευθύμιος Ζέρβας, αφορά τις «απόψεις των κατοίκων της Αθήνας για τη θέρμανση της κατοικίας τους, τους χειμώνες από την έναρξη της κρίσης». Καταγράφει τη συμπεριφορά τους κατά τις χειμερινές σεζόν από το 2012 έως και το 2019.
Πάνω από ένα στα τρία νοικοκυριά (36%) θερμαίνουν ορισμένους χώρους του σπιτιού τους. Το ποσοστό αυτό κινείται σχεδόν σταθερά στα επίπεδα του 40% από το 2012.
Το 66% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι κρύωσε το χειμώνα λόγω της περιορισμένης χρήσης της θέρμανσης. Για την ακρίβεια «λίγο» απάντησε το 47% και «πολύ» το 19%.
Το 43% δεν έβαλε πετρέλαιο θέρμανσης. Ποσοστό εύρους 40% με 50% δεν γεμίζει τις δεξαμενές σταθερά από το 2012 και μετά.
Αναφορικά με τις πηγές θέρμανσης των Αθηναίων κατά τη διάρκεια της περιόδου 2012-2019 περίπου το 50% δηλώνει ότι ζεσταίνεται με το πετρέλαιο, το 30% με 40% με το κλιματιστικό, το περίπου 25% με ηλεκτρική θέρμανση, το 20% με 35% με το τζάκι και το 5 έως 10% με τις σόμπες.