Μπορεί η «καραντίνα», μια λέξη που γεννήθηκε την εποχή του Μεσαίωνα για να επιστρέψει στη ζωή μας τον 21ο αιώνα, να μην είναι τόσο παλαιά όσο η ανθρωπότητα.
Είναι όμως τόσο παλαιά όσο η θρησκεία, αφού τις πρώτες αναφορές για την ανάγκη της απομόνωσης ως μέτρου πρόληψης της μετάδοσης των ασθενειών βρίσκει κανείς στο τρίτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το Λευιτικόν:
«Εάν το λαμπερό σημείο στο δέρμα είναι λευκό αλλά δεν φαίνεται να είναι περισσότερο βαθύ από το δέρμα και οι τρίχες σε αυτό δεν έχουν γίνει λευκές, ο ιερέας πρέπει να απομονώσει το προσβεβλημένο άτομο για επτά ημέρες. Την έβδομη ημέρα, ο ιερέας πρέπει να τον εξετάσει και εάν δει ότι η πληγή είναι αμετάβλητη και δεν έχει εξαπλωθεί στο δέρμα, πρέπει να τον απομονώσει για άλλες επτά ημέρες» γράφουν οι συγγραφείς του βιβλίου, το οποίο αναπτύχθηκε σε μια περίοδο δύο αιώνων, για να πάρει την τελική του μορφή τον 5ο αιώνα π.Χ.
Την ίδια περίοδο η πόλη της Αθήνας χτυπήθηκε από το λοιμό, μια επιδημία που προκάλεσε το θάνατο πολλών κατοίκων της πόλης, μεταξύ των οποίων και του Περικλή.
Μετά το πρώτο κύμα του 430 π.Χ. η θανατηφόρα επιδημία επέστρεψε ακόμη δύο φορές, το 428 και το 426, ενώ από μια επιδημία υπέφερε και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία την εποχή του Ιουστινιανού και το 541 μ.Χ.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ωστόσο, το μέτρο της αποστασιοποίησης, ως μέτρο πρόληψης, απουσίαζε από την ελληνορωμαϊκή σκέψη.
Στην αρχαιότητα το ανοιχτό θέατρο συμβόλιζε τη σύνδεση του δράματος με το φυσικό κόσμο.
Στους Ελληνιστικούς Χρόνους, πάντως, ο ρωμαίος αρχιτέκτονας Βιτρούβιος θα υπογράμμιζε στο πόνημά του De Architectura πόσο σημαντική ήταν η κατασκευή θεάτρων, των κατεξοχήν δηλαδή τόπων συνάθροισης, σε ένα υγιεινό περιβάλλον, όπου πρωτεύουσα σημασία είχαν η καλή κυκλοφορία του αέρα και ο σωστός προσανατολισμός.
Όπως πάντως και στην περίπτωση του λοιμού της Αθήνας, έτσι και σε εκείνη της μαύρης πανώλης που εμφανίστηκε το Μεσαίωνα, η πύλη εισόδου των πανδημιών δεν ήταν τα δημόσια θεάματα, αλλά τα λιμάνια.
Ο ίδιος ο όρος «καραντίνα» πήρε το όνομά του από τις σαράντα ημέρες (quaranta giorni) της υποχρεωτικής περιόδου απομόνωσης για τα πληρώματα των πλοίων που ελλιμενίζονταν στη Βενετία.
Το μέτρο τηρήθηκε σχεδόν απαρέγκλιτα κατά το 14ο και το 15ο αιώνα, ενώ ένα ανάλογο μέτρο ίσχυσε το 1347 και στη Δημοκρατία της Ραγούσας, στις δαλματικές ακτές, για τριάντα όμως ημέρες – απ’ όπου και το όνομα trentino.
Το 16ο αιώνα και με την Αναγέννηση το δημόσιο θέαμα βγαίνει πια από τις εκκλησίες και κατεβαίνει στις αυτοσχέδιες εξέδρες, στους δρόμους, για να αποκτήσει τη δική του στέγη.
Στο Λονδίνο χτίζεται το περίφημο Shakespeare’s Globe, ένα ανοιχτό θέατρο όπου ανεβαίνουν παραστάσεις του μεγάλου δραματουργού.
Η Γηραιά Ήπειρος ωστόσο δεν έχει ακόμη ξεμπερδέψει με την πανώλη.
Ένα νέο ξέσπασμα στις αρχές του 17ου αιώνα σημαίνει συναγερμό στην καρδιά της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Η απόφαση που λαμβάνεται από τις Αρχές είναι να σταματήσουν τα δημόσια θεάματα σε περίπτωση που ο αριθμός των θυμάτων ξεπεράσει τα τριάντα την εβδομάδα.
Όπως γράφει ο Ουίλιαμ Μπέικερ στο βιβλίο του «Ουίλιαμ Σέξπιρ», στην περίοδο από το 1603 έως το 1613 τα θέατρα έκλεισαν συνολικά 78 μήνες.
Περίπου σαράντα χρόνια αργότερα, ένα μικρό χωριό της αγγλικής υπαίθρου θα γινόταν το σύμβολο της μάχης κατά των πανδημιών, με το πρώτο όπλο που επιστρατεύει η ανθρωπότητα από την εποχή του Μεσαίωνα έως σήμερα και δεν είναι άλλο από την καραντίνα.
Η πανώλη έφθασε στο χωριό από ένα ράφτη, ο οποίος επέστρεψε από το Λονδίνο με ρούχα γεμάτα ψύλλους.
Για να περιορίσουν την εξάπλωση του ιού και έπειτα από τις υποδείξεις του τοπικού πάστορα, οι κάτοικοι του χωριού αποφάσισαν να θέσουν εαυτούς σε απομόνωση.
Κατά τη διάρκεια της καραντίνας έπαιρναν τρόφιμα που τους άφηναν στην είσοδο του χωριού και τα οποία πλήρωναν με νομίσματα που προηγουμένως είχαν απολυμάνει με ξίδι.
Η καραντίνα δε θα έληγε παρά ένα χρόνο αργότερα και αφού η πανώλη είχε εξοντώσει τα δύο τρίτα των κατοίκων.
Η αμερικανική Σαμόα, πάλι, θα γινόταν την εποχή της ισπανικής γρίπης το πιο λαμπρό παράδειγμα ταχύτητας στη λήψη μέτρων.
Χάρη στην καραντίνα που επέβαλε έγκαιρα ο κυβερνήτης, Τζον Μάρτιν Πόγιερ, το μικρό σύμπλεγμα του Νότιου Ειρηνικού Ωκεανού έγινε ένα από τα ελάχιστα μέρη στον κόσμο όπου δεν καταγράφηκε ούτε ένα κρούσμα, ενώ την ίδια ώρα η γρίπη θέριζε στη γειτονική Δυτική Σαμόα – εκεί ο τοπικός κυβερνήτης, Ρόμπερτ Λόγκαν, όχι μόνο δεν πήρε κανένα μέτρο αλλά και αρνήθηκε οποιαδήποτε βοήθεια από τον Τζον Μάρτιν Πόγιερ.
Χιλιάδες μίλια βορειότερα και στο λιμάνι της Σμύρνης, τα πλοία που θεωρούνταν πως μπορεί να είχαν ύποπτα κρούσματα έδεναν σε ειδικές αποβάθρες, ενώ τα πληρώματά τους έμπαιναν σε καραντίνα για ένα προκαθορισμένο διάστημα.
Στη Θεσσαλία και τα ελληνοτουρκικά σύνορα της εποχής όλοι οι ταξιδιώτες που έμπαιναν και έβγαιναν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία υποχρεώνονταν σε καραντίνα από εννέα έως δεκαπέντε ημέρες.
Η ιστορία της καραντίνας τον 20ό αιώνα, ωστόσο, δεν τελείωσε με το τέλος της ισπανικής γρίπης.
Σε καραντίνα μπήκαν και οι αστροναύτες των αποστολών Aπόλλων 11, 12 και 14 μετά την επιστροφή τους στη Γη, προκειμένου να εξασφαλιστεί πως δε μετέφεραν εξωγήινους μικροοργανισμούς που μπορεί να αποδεικνύονταν μοιραίοι για την ανθρωπότητα.
(Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ)