Οι μαθητές μπορεί να ξεκίνησαν τη νέα σχολική χρονιά με «δώρα» ένα παγούρι και μια υφασμάτινη μάσκα, όμως στην πράξη το οικονομικό κόστος του «στοιχήματος» να μη… φωλιάσει ο SARS-CoV-2 στις αίθουσες το επωμίζονται κυρίως οι γονείς. Οι δημόσιες ουρές και η ταλαιπωρία είναι η αιτία που αρκετοί καταφεύγουν στον ιδιωτικό τομέα για να υποβάλλουν τα παιδιά τους σε μοριακό έλεγχο, πληρώνοντας από την τσέπη τους από 50 έως και 150 ευρώ.
Είναι σημαντικό δε να αναλογιστεί κανείς, ότι όσο η θερμοκρασία πέφτει και παραδοσιακά ξεκινά η περίοδος των ιώσεων που προσβάλλουν το αναπνευστικό, οι ανάγκες για τεστ θα αυξάνονται με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους προϋπολογισμούς των ελληνικών νοικοκυριών. Αντίστοιχα, όσο περισσότερα ανήλικα μέλη έχει μια οικογένεια, τόσο θα πολλαπλασιάζεται η αγωνία κάθε φορά που ένα από τα παιδιά ανεβάζει πυρετό ή εκδηλώνει βήχα και άλλα ανησυχητικά συμπτώματα.
Εντούτοις τα αιτήματα εν μέσω πανδημίας για κάλυψη του τεστ από τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν πέσει στο… κενό ενώ είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το κόστος του δεν καλύπτεται ούτε από το σύνολο των ιδιωτικών ασφαλιστηρίων υγείας.
Ιατρική αξιολόγηση
Ειδικότερα, και σύμφωνα με τις επίσημες οδηγίες του ΕΟΔΥ, σε περίπτωση ύποπτου κρούσματος σε σχολική μονάδα επιβάλλεται «ιατρική αξιολόγηση με πρωτοβουλία των γονέων/κηδεμόνων και εφόσον, σύμφωνα με την κρίση του θεράποντος ιατρού, το παιδί χαρακτηριστεί ως ύποπτο για λοίμωξη Covid-19 χωρίς να υπάρχει εναλλακτική διάγνωση θα πρέπει να γίνει κατά προτεραιότητα μοριακό διαγνωστικό τεστ».
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Οπως εξηγεί στα «ΝΕΑ» η καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας του ΕΚΠΑ και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, Βάνα Παπαευαγγέλου, «όταν τα παιδιά εμπίπτουν σε συγκεκριμένα κριτήρια, τότε πρέπει να υποβάλλονται σε τεστ. Η χώρα μας είναι μία ανθρωποκεντρική κοινωνία, όπου η συντριπτική πλειονότητα των οικογενειών απευθύνεται στον παιδίατρό τους. Ο ειδικός, συνεπώς, γνωρίζει τις ιδιαιτερότητες των μικρών ασθενών του – π.χ. ορισμένα παιδιά υποφέρουν από πονοκεφάλους εξαιτίας του στρες – συνεπώς μπορούν να εκτιμήσουν ποια ευρήματα είναι ανησυχητικά, παραπέμποντας κατά περίπτωση σε περαιτέρω διερεύνηση».
Η ίδια παραδέχεται ότι «προφανώς είναι μία δύσκολη συνθήκη, με τις οδηγίες να εστιάζουν στον εκτενή έλεγχο. Σίγουρα, όμως, η κατάσταση θα ομαλοποιηθεί όταν έχουμε στη διάθεσή μας τα γρήγορα τεστ».
Τα νοσοκομεία Παίδων διεξάγουν μοριακούς ελέγχους στους μικρούς ασθενείς που εμφανίζουν ύποπτα συμπτώματα, με τον ΕΟΔΥ να ενημερώνει τηλεφωνικά τους γονείς να απευθύνονται στις δομές που εφημερεύουν. Αντίστοιχα, τεστ γίνονται και στις παιδιατρικές κλινικές δημοσίων νοσοκομείων, όπως είναι για παράδειγμα στο «Αττικόν», στο «Τζάνειο» και στο «Νίκαιας».
Επιλογή περιστατικών
Παρ’ όλα αυτά, η συμφόρηση που επικρατεί συχνά στα δημόσια νοσοκομεία και η αναμονή λειτουργούν αποτρεπτικά για μια μεγάλη μερίδα γονέων. Επιπρόσθετα, και όπως υπογραμμίζει στα «ΝΕΑ» η παιδίατρος και μέλος του Δ.Σ. της Ενωσης Ελευθεροεπαγγελματιών Παιδιάτρων Αττικής Δρ. Αννα Παρδάλη, «δεν διεξάγονται τεστ στο σύνολο των παιδιών που έχουν τη συμπτωματολογία από το αναπνευστικό χωρίς να τηρούν τα κριτήρια υψηλού κινδύνου. Στις δημόσιες δομές γίνεται, όπως διαπιστώνουμε στην καθημερινή πράξη, επιλογή περιστατικών παρά τις οδηγίες του ΕΟΔΥ, σύμφωνα με τις οποίες κάθε εμπύρετη ή και άλλη συμπτωματολογία από το αναπνευστικό χρήζει μοριακού ελέγχου».
Το αποτέλεσμα είναι τα ελληνικά νοικοκυριά να χωρίζονται σε δύο «ταχύτητες»: σε εκείνα που έχουν την οικονομική δυνατότητα (έστω και περιορισμένη) να απευθυνθούν στον ιδιωτικό τομέα και σε όσα έχουν ως μοναδική επιλογή τον δημόσιο τομέα, με τις όποιες αδυναμίες του.